Η αναγνώριση από το Ελληνικό Κοινοβούλιο στις 24 Φεβρουαρίου 1994 της γενοκτονίας των Ποντίων και η ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως ημέρας μνήμης για τη γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού, την εν ψυχρώ δηλαδή στυγερή δολοφονία 353.000 Ελλήνων του Πόντου που συνεπαγόταν το ξεκλήρισμα του ελληνισμού από την περιοχή όπου ζούσε ακμαίος ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ., καθιστά αναγκαία τη σύντομη εξιστόρηση των εγκλημάτων και φρικαλεοτήτων σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου που εκτυλίχθηκαν κυρίως μεταξύ 1916-1923 για να συνειδητοποιήσουν οι νεότεροι και να απαιτήσουν δικαίωση μετά θάνατον για την απώλεια των αθώων ψυχών.
Η αιτία των διωγμών που εξαπέλυσαν με μεγάλη σφοδρότητα οι Νεότουρκοι σε βάρος του ποντιακού ελληνισμού και των άλλων μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα βρισκόταν στην πρόθεσή τους να προχωρήσουν σε εκτουρκισμό όλων των λαών και των φυλών που ζούσαν στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας και να θέσουν τα θεμέλια για την εγκαθίδρυση ενός εθνικά ομοιογενούς και φυλετικά «καθαρού» εθνικού κράτους, χωρίς την «ενοχλητική» παρουσία «μιαρών» μειονοτήτων.
Οι θεμελιώδεις αρχές του κινήματος των Νεότουρκων εξηγούσαν τη βίαιη αντίδρασή τους απέναντι στα δικαιώματα των μειονοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας καθώς και τον απηνή διωγμό κατά των Ελλήνων του Πόντου, απότοκο και των προσπαθειών των τελευταίων να ιδρύσουν ανεξάρτητο κράτος σε εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η ιδέα για τη δημιουργία ανεξάρτητης Δημοκρατίας του Πόντου ξεπήδησε αρχικά το 1904 από μία ομάδα Ελλήνων δασκάλων στο αμερικανικό κολέγιο της Μερζιφούντας. Ήδη, έως τα τέλη του 1910, είχαν συσταθεί στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές πόλεις ποντιακές οργανώσεις, με σκοπό την προώθηση του αιτήματος της ανεξαρτησίας του Πόντου και της προάσπισης των δικαιωμάτων του ποντιακού ελληνισμού.
Ακολούθησε η παράδοση της Τραπεζούντας από τους Ρώσους με σύμφωνη γνώμη και του Τούρκου διοικητή (βαλή) της περιοχής στον τοπικό ελληνορθόδοξο επίσκοπο Χρύσανθο και η συγκρότηση προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης, η οποία διατηρήθηκε έως τον Φεβρουάριο του 1918. Στις 4 Φεβρουαρίου 1918 συγκλήθηκε στη Μασσαλία το Α’ Παμποντιακό Συνέδριο με πρόεδρο τον Κωνσταντίνο Κωνσταντινίδη και κύρια επιδίωξή του την ίδρυση της Ελληνικής Δημοκρατίας του Πόντου, με πρωτεύουσα την Τραπεζούντα.
Τελικά, παρά την έντονη δραστηριοποίηση των Ποντίων, κυρίως από τον Μάιο του 1919 στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι, με την οποία τερματίστηκε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η υπόθεση του Πόντου «ναυάγησε» στις «συμπληγάδες» της διεθνούς διπλωματίας.
Την περίοδο, λοιπόν, που το Ποντιακό Ζήτημα βρισκόταν σε εκκρεμότητα και κυρίως μεταξύ των ετών 1916 και 1923, οι Νεότουρκοι προχώρησαν σε εκκαθαρίσεις και αφανισμό του ελληνικού πληθυσμού του Πόντου. Οι προειλημμένες αποφάσεις των «Δικαστηρίων της Ανεξαρτησίας» που έδρευαν στην Αμάσεια και σε άλλες πόλεις, έπληξαν καίρια την οικονομική και κοινωνική ελίτ των Ελλήνων της περιοχής.
Σε ολόκληρο τον Πόντο, Έλληνες εκτοπίστηκαν βίαια από τις εστίες τους, στρατεύτηκαν στα τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού), όπου συνήθως μετά από αβάσταχτες κακουχίες κατέληγαν στον θάνατο, ενώ μαζικές δολοφονίες και εξισλαμισμοί, βιασμοί και αρπαγές νέων γυναικών, κορασίδων και μικρών αγοριών συνέθεταν το σκηνικό τρόμου που είχαν στήσει οι Νεότουρκοι του Μεχμέτ Ταλαάτ, του Τοπάλ Οσμάν και κυρίως του Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ). Επίσης, πολλές ελληνικές περιουσίες δημεύτηκαν, η ελληνική πολιτική και πνευματική ηγεσία του Πόντου αφανίστηκε.
Το αποτέλεσμα ήταν από έναν ακμαίο πληθυσμό 700.000 Ελληνόφωνων και Τουρκόφωνων ορθόδοξων χριστιανών που κατοικούσαν στην περιοχή του Πόντου το 1914, να ξεκληριστούν σε διάστημα επτά περίπου χρόνων πάνω από 353.000, από τους οποίους εκτιμάται ότι οι μισοί περίπου προέρχονταν από την περιφέρεια της Μητρόπολης Αμάσειας.
Απέναντι σε αυτό το κύμα διώξεων, βασανισμών, δημεύσεων, οι Έλληνες του Πόντου αντέταξαν το «λυτρωτικό αντάρτικο» συγκροτώντας αξιόμαχο στρατό 20.000 ή κατ’ άλλους 25.000 ανδρών, που αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή των συμμάχων, αλλά και ολόκληρου του ελληνισμού στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τότε, λοιπόν, παρατηρήθηκε το φαινόμενο να μετακινηθούν στα βουνά του Πόντου πληθυσμοί ολόκληρων χωριών, όπου ξεκινούσαν ένοπλο αγώνα εναντίον των Τούρκων. Στις σημαντικές στιγμές του ποντιακού αντάρτικου ανήκε ασφαλώς η απόπειρα κατάληψης της Σαμψούντας, σημαντικού εμπορικού λιμανιού του Πόντου, τον Δεκέμβριο του 1916, η οποία δεν ευοδώθηκε.
Χάρη στη δράση των παραπάνω ανταρτικών σωμάτων, στα οποία εντάσσονταν ακόμη και γυναίκες και παιδιά δεκατριών ετών που οπλοφορούσαν, διατηρήθηκαν στη ζωή χιλιάδες Πόντιοι, κυρίως γυναικόπαιδα και γέροντες, καθώς αποσοβήθηκε να γίνουν θύματα της νεοτουρκικής θηριωδίας.
Το γεγονός ότι η διεθνής κοινότητα δεν έχει αναγνωρίσει ακόμη τη γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού, πλην εξαιρέσεων, οφείλει να μας προβληματίσει. Η επικράτηση της ρεαλπολιτίκ στις διεθνείς σχέσεις των κρατών που απαγορεύει να «αναμοχλεύονται» ιστορικά γεγονότα τα οποία πιθανόν να προκαλέσουν «τριβές» μεταξύ τους, είναι βέβαιο ότι υπονομεύει την ειλικρινή συνεργασία και αλληλεγγύη.
Επίσης, η άρνηση του επίσημου τουρκικού κράτους να αναγνωρίσει τη γενοκτονία των Ποντίων και των Αρμενίων, τις οποίες επιχειρεί «άγαρμπα» να συγκαλύψει με χοντροειδή ψεύδη ή στην καλύτερη περίπτωση με μισόλογα και γενικόλογες διατυπώσεις παραμυθίας προς τα θύματα και τους επιγόνους τους, του στερεί τη δυνατότητα να προσεγγίσει με νηφαλιότητα «σκοτεινές» πτυχές της ιστορίας του. Οι λαοί είναι αναγκαίο να «αναμετρηθούν» με το παρελθόν τους, εάν επιθυμούν να «οικοδομήσουν» με ασφάλεια το μέλλον τους και να θεμελιώσουν αληθινές σχέσεις με τους γείτονές τους.
Ζώντας σε έναν κόσμο που οι πόλεμοι και τα ανθρώπινα μίση και πάθη διαρκώς αναζωπυρώνονται, ενώ η ανθρώπινη ζωή αναγνωρίζεται και αποτιμάται σχεδόν ελάχιστα, η γνώση δραματικών και επώδυνων γεγονότων της παγκόσμιας ιστορίας, όπως είναι η Γενοκτονία των Ποντίων, μπορεί να λειτουργήσει «καθαρτικά» και «ιαματικά» σε «αλλοτριωμένες» και παραδομένες στην ύλη συνειδήσεις.