χιόνια και ακολουθούσαν οι πολλές γιορτές.
Τελείωναν τις υπόλοιπες δουλειές του φθινοπώρου (το σκάψιμο του κήπου και τους παστριμάδες) και κατόπιν και προς το τέλος του, ένιωθαν την ανάγκη για άλλη μια φορά να ευχαριστήσουν με την προσευχή τους τον Ύψιστο, που τόσο τους συμπαραστάθηκε, αλλά και τον Άγιο Ανδρέα (30 Νοεμβρίου), προσφέροντάς του τα λεγόμενα «Μπόλια», τα οποία δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά βρασμένα σπυριά από γεννήματα (κυρίως καλαμποκιού και σιταριού, με λίγα φασόλια ανάμεσά τους). Τα πήγαιναν, μαζί με τη λειτουργιά και το κρασί στην εκκλησία, αλλά και με την πίστη τους, πως ο Αντρειάς θα αντρώσει τα γεννήματα και του χρόνου, θα γίνουν διπλά. Ράντιζαν στην αποθήκη τα φυλαγμένα γεννήματα, να είναι καλοξοδεμένα κι η νέα σοδειά ευλογημένη και τα υπόλοιπα με χοντροκομμένα καρύδια μέσα τους και με πασπαλισμένη ζάχαρη (αν το καφεκούτι το επέτρεπε) τα έβαζαν μετά για φαγητό, στο μεσημεριανό τραπέζι.
Με το έμπα λοιπόν του Δεκέμβρη και του χειμώνα, μπαίνουν και τα Νικολοβάρβαρα. Τρεις γιορτές στη σειρά, βαριές και θαυματουργές. Δεν πρέπει να ξεχνάμε , αυτό που πίστευαν παλιά οι άνθρωποι και στα χωριά, αλλά και σε όλη τη χώρα ότι, αν δεν τιμήσεις την Αγία Βαρβάρα όπως της αξίζει, μπορεί με τις αστραπές και τις βροντές της να σε «βαρβαρώσει» (να σε αρρωστήσει δηλ.), ο Άι Σάββας να σε «σαβανώσει» και τέλος ο Άι Νικόλας να σε «παραχώσει».
Τελείωναν λοιπόν και αυτές οι γιορτές και άρχιζαν οι προετοιμασίες για τις μεγάλες γιορτές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, των Φώτων και του Άι Γιαννιού, γιατί αφενός μεν έπρεπε να καθαρίσουν τα σπίτια τους, αφετέρου γιατί όλο και κάποιο Χρήστο ή Χριστίνα, Βασίλη ή Βασιλική, Φώτη ή Φωτεινή ή Ιορδάνη και τέλος κάποιο Γιάννη θα είχαν να γιορτάσουν και να «καρτερέσουν χρόνια πολλά».
Τα παιδιά, αν όχι κι όλα τ’ άλλα μέλη της οικογένειας, καλό θα ήταν τις γιορτές αυτές να φορέσουν τουλάχιστον καινούργια «πατούνια» (μάλλινες αντρικές ή παιδικές κάλτσες πλεγμένες στο χέρι) και για να ετοιμαστούν, έπρεπε να το στρώνουν τα βράδια οι γυναίκες στο πλέξιμο. Το νήμα από τα μαλλιά των κουρεμένων προβάτων, το έπλυναν καλά και μετά η γιαγιά (η μάνα δεν άδειαζε) το έκανε με το λανάρι μεταξένιο, μετά με τη ρόκα έτοιμο για πλέξη και τέλος με τα χρυσά της χέρια ζεστές μάλλινες κάλτσες.
Πέντε με έξι μέρες πριν τα Χριστούγεννα, γινόταν το σφάξιμο του γουρουνιού. Ήταν μια γιορτή, ήταν η χαρά, ήταν η διασκέδαση, ήταν το παιχνίδι {ειδικά για εμάς τους πιτσιρικάδες το καλύτερο, γιατί περιμέναμε πώς και πώς να πάρουμε τη φούσκα (την ουροδόχο κύστη δηλ.), που τη φουσκώναμε και την κάναμε μπάλα ποδοσφαίρου}, ήταν αυτό που απλά λέμε μια χωριάτικη κοινωνική εκδήλωση. Ήταν δηλαδή ένα από τα σημαντικά γεγονότα του χωριού. Όλες και όλοι αγόραζαν, το γουρούνι από τον Απρίλιο ή τον Μάιο και το συντηρούσαν με κολοκύθια, πίτουρα, καλαμποκάλευρο με τυρόγαλο (για να νοστιμίσει το κρέας του) και αποφάγια, για να το σφάξουν τα Χριστούγεννα. Πολλά γουρούνια γίνονταν τόσο βαριά – από εκατό κιλά και πάνω – και δυσκίνητα που δεν μπορούσαν να περπατήσουν από το πάχος τους. Το γουρούνι ήταν απαραίτητο για το κάθε σπίτι, διότι έπαιρναν τα πάντα. Τίποτε δεν πήγαινε χαμένο. Έπαιρναν κατ’ αρχάς το λίπος (το έλιωναν και το έβαζαν σε γκαζοτενεκέδες και το διατηρούσαν, γιατί το χρησιμοποιούσαν όλο τον χρόνο και σε όλα τα φαγητά, καθότι δεν υπήρχε λάδι μαγειρέματος), το κρέας {συντηρούνταν μέσα στα «καδιά» (ξύλινα βαρέλια ανοιχτά από πάνω και μέσα σε στρώσεις αλατιού), για μήνες μετά (συνήθως μέχρι και τις Απόκριες, γιατί μετά ξεκινούσε η νηστεία και η Σαρακοστή)}, αλλά και πολλές φορές έκοβαν το λίπος μαζί με μικρά κομμάτια κρέατος, τις λεγόμενες «τσιγαρίδες» και τις διατηρούσαν όχι για μεγάλο διάστημα, για να τις χρησιμοποιούν σε περίπτωση που ήθελαν να φτιάξουν ένα πρόχειρο φαγητό με κρέας. Στο σημείο αυτό να σας αναφέρω και τις θηλιές με τις λεγόμενες «λουκανίτσες» (τα λουκάνικα δηλ. της περιοχής μας), τα οποία γίνονταν ως εξής : Έκοβαν το κρέας ψιλά κομματάκια, έπλεναν τα έντερα και τα γέμιζαν με αυτό, βάζοντας ακόμα μέσα ψιλοκομμένα πράσα, αλάτι, πιπέρι και ρίγανη. Τα έδεναν σε ίσα κομμάτια, τα αρμάθιαζαν και τα κρεμούσαν σε μια ξύλινη βέργα, αλλά με προσοχή να μην ακουμπάει η μια θηλιά με την άλλη και τα άφηναν στον καθαρό αέρα, να στεγνώσουν . Τέλος εκμεταλλεύονταν το δέρμα, για να κατασκευάσουν τα παπούτσια τους, τα λεγόμενα «γουρουνοτσάρουχα».
Δυο τρεις μέρες πριν από τις 25, ζύμωναν ψωμί για τον φούρνο, τις κουλούρες που θα μοίραζαν στα παιδιά για τα κάλαντα και ξέχωρα το χριστόψωμο (μια κουλούρα μεγάλη, κεντημένη με όση τέχνη διέθεταν). Αυτό το παρουσίαζαν την πρώτη μέρα των Χριστουγέννων στο τραπέζι, το έκοβε σταυρωτά ο νοικοκύρης και με τις ευχές του το μοίραζε και το πρόσφερε σ’ όλους.
Την παραμονή έφτιαχναν τα «σπάργανα του Χριστού». Με καθάριο σιτεμένο αλεύρι και μέσα σε μια «τέντζερη» (κατσαρόλα της εποχής), έφτιαχναν αραιό ζυμάρι χωρίς προζύμι. Άναβαν τη φωτιά και πάνω στην πυροστιά, έβαζαν μια μεγάλη χωματένια πλάκα για να «καεί» (να ζεσταθεί καλά δηλ.) και μετά με μια κουτάλα έπαιρναν το ζυμάρι, το έριχναν επάνω και με τον πιτοπλάστη (καλά βρεγμένο για να μη κολλάει) το άπλωναν να γίνει ομοιόμορφο και όσο πιο λεπτό μπορούσε και το έψηναν και από τις δύο πλευρές (κάτι σαν τη σημερινή κρέπα δηλ.). Με αυτό τον τρόπο έφτιαχναν δηλ. έψηναν στην πλάκα όσα «πέτουρα» (έτσι τα έλεγαν), σαν τα φύλλα δηλ. που αγοράζουμε σήμερα ή φτιάχνουμε (όσα σπίτια το κάνουν) ήθελαν. Στη συνέχεια τα τοποθετούσαν με τη σειρά σ’ έναν ταβά (μικρό στρόγγυλο μεταλλικό δοχείο), ένα φύλλο πέτουρο και πάνω του χοντροκομμένα καρύδια και σιρόπι, που είχαν από πριν ετοιμάσει, άλλο φύλλο και πάλι καρύδια με σιρόπι, μέχρις ότου τελειώσουν όλα. Τα έκοβαν σε κομμάτια, όπως κόβουμε τον μπακλαβά, τους έριχναν και το υπόλοιπο σιρόπι και τα «σπάργανα του Χριστού», ήταν έτοιμα.
Υπήρχε η άποψη πως τα έφτιαχναν για να γλυκάνουν τον πόνο της Παναγίας, που τη νύχτα αυτή γίνεται μικρομάνα, εμείς όμως τα παιδιά, πιστεύαμε ότι έγιναν για εμάς και πως θα γλυκαθούμε περισσότερο, γι’ αυτό και όταν το βράδυ την ώρα του φαγητού, μας τα παρουσίαζαν οι γονείς μας, προτιμούσαμε να φάμε τα σπάργανα, παρά το φαγητό.
Μία άλλη εποχή... ίσως δύσκολη αλλά μοναδικά ανθρώπινη!
Τότε, που μπορεί το ψυγείο να ήταν άδειο από τις ποικιλίες, η στέρηση να ήταν σκληρή, αλλά η ευτυχία δεν έλειπε. Τότε, που η φτώχεια ήταν περήφανη και αγνή, σκαρφαλωμένη στις πλάτες των κατοίκων των χωριών. Τότε, που η ψυχή ήταν γεμάτη από αγάπη και η θέληση ατσαλένια για προκοπή. Τότε, που τα βλέμματα, μπορεί να ήταν κουρασμένα και τα πρόσωπα σκαμμένα από την πολλή δουλειά, αλλά όχι απελπισμένα. Τότε, που έκαιγε η φωτιά στο τζάκι και γύρω-γύρω κάθονταν όλοι σφιχταγκαλιασμένοι, αφού η πραγματική ζεστασιά βρισκόταν μέσα τους. Δύσκολα, αλλά στα αλήθεια όμορφα χρόνια.
Σήμερα έχουμε τα πάντα, αλλά δεν έχουμε τίποτα... Παλιά με ένα τίποτα είχαμε τα πάντα... Ευτυχία... Αγάπη... Ηρεμία... Ξεγνοιασιά... Σεβασμό!
Καλές γιορτές σε όλες και όλους.