Παράλληλα, θα έκανε αδύνατη την επιβίωση όχι μόνο των μικρομεσαίων αγροτών, των οποίων θα μείωνε το εισόδημα στο μισό, αλλά και άλλων κατοίκων της Θεσσαλίας, καθώς το γεωργικό εισόδημα διαχέεται σε όλη την κοινωνία, υποστηρίζει η ΕΔΥΘΕ απαντώντας σε σχετική ερώτηση της «ΕτΔ» για το εάν και κατά πόσο αποτελεί λύση για την αντιμετώπιση του υδατικού προβλήματος η μείωση των αρδευόμενων καλλιεργειών στη Θεσσαλία. Πιο συγκεκριμένα:
Ερώτηση «ΕτΔ»:
Εκτός της ενδεχόμενης μεταφοράς νερού (εκτροπής) από τον Αχελώο, ποιες υποδομές απαιτούνται και τι πρωτοβουλίες μπορούν να ληφθούν με στόχο τη μείωση των αναγκών σε νερό ώστε να υποκατασταθούν οι αντλήσεις υπόγειων νερών (γεωτρήσεις) από επιφανειακά νερά;
Αποτελεί λύση η μείωση των αρδευόμενων καλλιεργειών;
Απάντηση ΕΔΥΘΕ:
Σύμφωνα με το Σχέδιο Διαχείρισης Υδάτων (ΣΔΥ), αλλά και πολλές παρόμοιες προτάσεις πριν τη θεσμοθέτησή τους (2014), απαιτείται η κατασκευή ταμιευτήρων στα ημιορεινά (και όχι μόνο) του ΥΔ Θεσσαλίας, με έργα όπως στον Ενιπέα Φαρσάλων, στο Μουζάκι Καρδίτσας, Πύλη, Νεοχώρι Τρικάλων, στον Αλμυρό, Ελασσόνα και άλλα μικρότερα, συνολικού όγκου (σύμφωνα με το ΣΔΥ) 150 εκατ. κ. μ. (κατά μέσο όρο) ετησίως (σημ. : σήμερα η λεκάνη απορροής/ΛΑΠ Πηνειού διαθέτει μόνο τους ταμιευτήρες Σμοκόβου και Κάρλας).
Απαιτούνται επίσης σύγχρονα έργα μεταφοράς και διανομής των υδάτων, αντικατάσταση παλαιών υποδομών (ανοικτοί αγωγοί, τεράστιες απώλειες κλπ.) με κλειστούς υπόγειους αγωγούς, συστήματα μέτρησης κατανάλωσης κλπ.
Η μείωση των καταναλώσεων και η εξοικονόμηση του νερού, πολύτιμου φυσικού πόρου, αποτελεί σήμερα αναγκαιότητα και έναν από τους μεγαλύτερους στόχους - «έργα».
Βασική προϋπόθεση επίτευξης του στόχου αυτού (μείωση 15-20%, κατά το ΣΔΥ) είναι η ύπαρξη ΣΧΕΔΙΟΥ, η καθιέρωση κινήτρων για εγκατάσταση σύγχρονων μεθόδων άρδευσης (στάγδην, «έξυπνα» συστήματα κατανάλωσης – ελέγχου) και η εφαρμογή των κανόνων της Οδηγίας 60/2000 (έλεγχος καταναλώσεων νερού, τιμολόγηση κ.α).
Στον βαθμό που όλα αυτά υλοποιηθούν και σε συνδυασμό με την εξοικονόμηση και την εφαρμογή των κανόνων ορθολογικής διαχείρισης υδάτων, θα επιδιωχθεί η μείωση χρήσης των γεωτρήσεων και οι αντλήσεις θα μπορούν να περιοριστούν ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ από υγιείς υδροφορείς (σε περιοχές που δεν έχουν προβλήματα ανανέωσης των αποθεμάτων τους).
Τελείως ενδεικτικά θα ήταν επιθυμητή μια ανατροπή της σημερινής σχέσης (70% υπόγεια προς 30% επιφανειακά) σε 40% / 60%.
Ακόμη όμως και με εξοικονόμηση του νερού της τάξεως του 20%, το έλλειμμα παραμένει στα επίπεδα των 250.000.000 κ.μ. νερού τον χρόνο, έλλειμμα που μόνο με μείωση των αρδευόμενων εκτάσεων μπορεί να επιτευχθεί με τα αποτελέσματα που αναφέρθηκαν και χωρίς να υπολογίσουμε τις συνέπειες από εγκατάλειψη γόνιμων χωραφιών, από τη διάβρωση στα επικλινή, από άρδευση με υφάλμυρα νερά (είσοδο θαλασσινού νερού), από εγκατάσταση Φ/Β κλπ.Πριν λίγα χρόνια η Θεσσαλία με 5.000.000 καλλιεργούμενα στρέμματα είχε μέσο κύκλο εργασιών ανά στρέμμα 300 ευρώ έναντι 200 ευρώ/στρ. του μέσου όρου της χώρας. Αυτό το πέτυχε με την άρδευση του 50% των εκτάσεων και με τις ικανότητες των αγροτών της. Μια μεταβολή των αρδευόμενων εκτάσεων από αρδευόμενες (με κύκλους εργασιών από 200 μέχρι 2.500 ευρώ/στρ.) σε ξηρικές με κύκλους εργασιών 60 ευρώ/στρ. θα έκανε αδύνατη την επιβίωση όχι μόνο των μικρομεσαίων αγροτών, των οποίων θα μείωνε το εισόδημα στο μισό, αλλά και άλλων κατοίκων της Θεσσαλίας, καθώς το γεωργικό εισόδημα διαχέεται σε όλη την κοινωνία.
Επομένως η επιλογή της μείωσης των αρδευόμενων εκτάσεων δεν είναι ρεαλιστική λύση, γιατί θα καταστήσει πολλές μικρομεσαίες αγροτικές μονάδες ΜΗ βιώσιμες, θα προκαλέσει εκτεταμένη εγκατάλειψη των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, θα οδηγήσει σε μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, καταστροφή εδαφών και ερημοποίηση.
Ο πρωτογενής τομέας και η διατροφική επάρκεια της χώρας πρέπει να υποστηριχθούν με κατάλληλες πολιτικές και μια από τις πιο βασικές είναι η εξασφάλιση του νερού των αρδεύσεων.
Υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να εφαρμοστεί και η (ιστορικά) δεύτερη στη σειρά ενίσχυση από τη ΛΑΠ Αχελώου (η πρώτη πραγματοποιήθηκε μέσω του ΥΗ ταμιευτήρα Ν. Πλαστήρα το 1960).
Για την ΕΔΥΘΕ: Κ. Γιαννακός, πρόεδρος Γεωπονικού Συλλόγου Λάρισας,
Κ. Γκούμας , γεωπόνος, πρ. δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας
Το υδατικό πρόβλημα Θεσσαλίας και οι ΤΟΕΒ-ΓΟΕΒ
Από τον Δημήτρη Γελαλή*
Συμφωνώντας με την αναγκαιότητα ανοίγματος δημόσιου διαλόγου για το υδατικό πρόβλημα στη Θεσσαλία, σας συγχαίρω για την πρωτοβουλία σας να δοθεί χώρος στην εφημερίδα για έκφραση απόψεων. Προσπαθώντας και εγώ να συμβάλλω, σας αποστέλλω την άποψή μου στη συζήτηση αυτή.Εδώ και 30-40 χρόνια περίπου κάποιοι ανακάλυψαν θέμα για συζήτηση μόνο και όχι έργα. Αυτό δεν είναι άλλο από την εκτροπή ή μη του Αχελώου. Συνεπικουρούμενοι από τα ΜΜΕ και άλλα μέσα κατάφεραν να στενέψουν το πλαίσιο για συζήτηση μόνο σε αυτό το ζήτημα και υποβάθμισαν όλα τα υπόλοιπα. Χωρίς να ληφθεί κανένα άλλο μέτρο, αν ένα πρωί γίνει αυτόματα η εκτροπή, θα έχουμε φέρει νερό στη θεσσαλική πεδιάδα, αλλά το περισσότερο από αυτό θα καταλήξει είτε στη θάλασσα, είτε στην ατμόσφαιρα. Στο άρθρο αυτό, θα ασχοληθούμε με τους κύριους φορείς διαχείρισης του νερού, τους Τοπικούς και Γενικούς Οργανισμούς Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ και ΓΟΕΒ) που έχουν την κύρια ευθύνη διαχείρισης του αρδευτικού νερού στην περιοχή.
Α. Τι έπρεπε να γίνει τη δεκαετία του ’80 και δεν έγινε
Για την αποφυγή του προβλήματος που βιώνουμε σήμερα, θα έπρεπε ήδη από τη δεκαετία του ’80 να έχουν γίνει τα παρακάτω:
- Συνολικός έλεγχος, ιεράρχηση, εκτίμηση δυνατοτήτων του πρωτογενή τομέα με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της παραγωγής, σχεδιασμός συνολικής κατεύθυνσης, επιλογή νέων καλλιεργειών, μελέτη υδατικών απαιτήσεων αυτών, διαχείριση εδαφών, μελέτη κλιματικής αλλαγής που επέρχονταν και επηρεάζουν τη διαχείριση υδατικών πόρων. Όλα τα παραπάνω δεν έγιναν, αλλά κατά την προσφιλή έκφραση των δημοσιογράφων στήθηκαν καριέρες στο σλόγκαν «εκτροπή και ξερό ψωμί». Δυστυχώς αυτό εξακολουθεί να γίνεται ακόμη και σήμερα, ύστερα από πολλές δεκαετίες χωρίς να λύνεται το πρόβλημα, το οποίο συνεχώς επιδεινώνεται και πάντα σε βάρος των αγροτών, της αγροτικής παραγωγής, αλλά και της ελληνικής οικονομίας.
Β. Τι πετύχαμε από τη 10ετία του ’80 μέχρι σήμερα
Ακολουθώντας μία καταστρεπτική πολιτική πετύχαμε μέχρι σήμερα:
* Μείωση της συμμετοχής του πρωτογενή τομέα στο 3% του ΑΕΠ από διψήφιο ποσοστό.
* Μείωση του αγροτικού πληθυσμού και ερημοποίηση της υπαίθρου.
* Συνεχή μείωση ισοζυγίου εισαγωγών-εξαγωγών των αγροτικών προϊόντων.
* Αλόγιστη αύξηση του μηχανικού εξοπλισμού των αγροτών με μηχανήματα μεγάλης ισχύος και ιπποδύναμης, πανάκριβα που αγοράστηκαν με καλλιεργητικά κ.λπ. δάνεια.
* Παντελή έλλειψη προγραμματισμού καλλιεργούμενων ειδών, πλήρη έλλειψη οργάνωσης και προώθησης των προϊόντων και απώλεια ελέγχου ή του κόστους παραγωγής των αγροτικών προϊόντων με αποτέλεσμα αυτό να έχει γίνει ασήκωτο.
Οδηγός ήταν ο αυτόματος πιλότος ή μάλλον η ελεύθερη αγορά που τα ρυθμίζει όλα.
* Καταστροφική διαχείριση των υδάτινων πόρων με αποτέλεσμα το υδατικό ισοζύγιο να μειώνεται συνεχώς με μεγάλη εξάντληση των υδάτινων αποθεμάτων και υφαλμύρωση στην Ανατολική Θεσσαλία.
Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι είμαστε υπέρ των μεγάλων έργων, αν είναι απαραίτητο να γίνουν αλλά αφού εξαντλήσουμε όλες τις άλλες δυνατότητες όπου υπάρχουν. Επίσης είμαστε υπέρ των ήπιων και εναλλακτικών μορφών πάντα με έλεγχο της αναγκαιότητας των έργων, του κόστους και της απόδοσης και εναντίον έργων για το θεαθήναι και την ικανοποίηση οικονομικών συμφερόντων.
Το υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη συνεχιζόμενη κακοδιαχείριση των υδάτων, στην αλόγιστη χρήση, στη μη σωστή αξιολόγηση του προβλήματος, στο αναχρονιστικό νομικό πλαίσιο, στην απουσία ελέγχων και στη λογική κάποιων ότι όσο μεγαλύτερο είναι ένα έργο τόσο μεγαλύτερο το οικονομικό συμφέρον των κατασκευαστών.
Ακόμη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός με καθυστέρηση 10ετιών αναγνώρισε τεχνικά και νομικά προβλήματα στα έργα της Μεσοχώρας και δεν δεσμεύτηκε για έργα παρ’ ότι αναγνωρίζει και ο ίδιος το σοβαρό υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας. Ύστερα από τα παραπάνω:
* Μήπως πρέπει να αρχίσουμε να συζητούμε το υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας σε άλλη βάση, αξιολογώντας τη μεταφορά υδάτων από άλλη λεκάνη απορροής, ως επικουρική λύση.
* Μήπως πρέπει να συζητάμε για ταμιευτήρες, μικρά έργα ταμίευσης νερού, φράγματα, κανάλια μεταφοράς και αποθήκευσης που έχουν και μικρότερο κοστολόγιο και βεβαίως το μεγάλο πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής και της αντιμετώπισής του (ξηρασίες-πλημμύρες και απώλειες σε ανθρώπινες ζωές πρώτα και κύρια και χαμένες περιουσίες και σοδιές). Το τι έγινε στα Φάρσαλα και την Καρδίτσα με τον «Ιανό» δεν πρέπει να τα ξεχνάμε τόσο εύκολα και γρήγορα.
Γ. Τι πρέπει να γίνει άμεσα και μακροπρόθεσμα
Κατά την άποψή μας αυτά που πρέπει να γίνουν είναι:
- Ολοκληρωμένη διαχείριση των υδάτων της λεκάνης απορροής. Απέτυχε η Κυβέρνηση, η Περιφέρει Θεσσαλίας και οι αρμόδιοι φορείς ΤΟΕΒ-ΓΟΕΒ στη διαχείριση των υδάτων, αλλά και στα διαχειριστικά σχέδια που εμφανίστηκαν κατά καιρούς.
Και απέτυχαν για δύο λόγους:
α) Δεν ασχολήθηκαν με την ολοκληρωμένη διαχείριση του νερού, διότι όλα τα προβλήματα θα τα έλυνε η εκτροπή του Αχελώου.
β) Δεν έκαναν χρονική ιεράρχηση στα άμεσα εκτελεστά και μακροπρόθεσμα έργα, αλλά και σε έργα χρηματοδοτούμενα από ιδίους πόρους ή πόρους της Ε.Ε.
Η αρχή λοιπόν στην προσπάθεια επίλυσης του θέματος πρέπει να γίνει από την αξιοποίηση των επιφανειακών υδάτων λόγω αμεσότητας, αλλά και μικρότερου κόστους. Ουσιαστικό ρόλο στη διαδικασία αυτή θα μπορούσαν να παίξουν οι ΤΟΕΒ-ΓΟΕΒ οργανισμοί άμεσα αρμόδιοι, με εμπειρία και άμεσα ενδιαφερόμενοι.
Δυστυχώς οι οργανισμοί αυτοί με το νομικό πλαίσιο που λειτουργούσαν απέτυχαν παταγωδώς.
Ενώ η Περιφέρεια (Νομαρχία παλιότερα) και οι ΤΟΕΒ ΓΟΕΒ είναι θεσμοί αρμόδιοι για τη διαχείριση των επιφανειακών υδάτων, το νομικό πλέγμα και ο έλεγχος είναι αναποτελεσματικός με αποτέλεσμα:
* Την κακοδιαχείριση των υδατικών πόρων της Θεσσαλίας (ακόμη και οικονομική).
* Διάθεση του νερού με υποκειμενικά κριτήρια (σε ημετέρους και μη).
* Καμία ενημέρωση, πρόταση ή διαμαρτυρία για την έλλειψη νερού και τη διαχείριση αυτών.
* Θα έπρεπε να ακολουθείται πολιτική μείωσης της σπατάλης του νερού από τους αρμόδιους φορείς και τους ίδιους τους χρήστες.
* Έπρεπε και πρέπει να ζητούν και να εφαρμόζουν άλλα συστήματα άρδευσης περισσότερο αποτελεσματικά.
* Να προτείνουν καλλιέργειες λιγότερο υδροβόρες με αντίστοιχη οικονομική στήριξη.
* Να γίνεται καλύτερος έλεγχος και συντήρηση των δικτύων για περιορισμό των απωλειών.
* Να προτείνουν και να πίεζαν τοπικά για μικρά φράγματα, ταμιευτήρες, υδατοδεξαμενές και όχι να επαναπαύονται στην εκτροπή του Αχελώου. Δυστυχώς το μοντέλο αυτό απέτυχε και πρέπει να αλλάξει.
Η μεγαλύτερη ευθύνη ανήκει στον Περιφερειάρχη, αφού είναι ο καθ’ ύλην αρμόδιος για τη λειτουργεία, τον έλεγχο και την απόδοση των φορέων διαχείρισης του νερού (ΤΟΕΒ-ΓΟΕΒ), αφού ο ίδιος διορίζει τα 4 από τα 7 μέλη του Δ.Σ.
Βεβαίως ευθύνεται και ο αγροτικός πληθυσμός που εκλέγει τα 2 αιρετά μέλη χωρίς λογοδοσία και απολογισμό του έργου.
Πρέπει όλοι μας να κατανοήσουμε ότι το υδατικό πρόβλημα δεν αφορά μόνο τον Περιφερειάρχη ή μόνο τους αγρότες, αλλά μας αφορά όλους.
Τέλος, πρέπει να δούμε το υδατικό πρόβλημα σε σχέση με την κλιματική αλλαγή που έχει μετατραπεί πια σε κλιματική κρίση.
Και στην αντιμετώπιση του υδατικού προβλήματος θα πρέπει να εμπλακούν και άλλοι φορείς επαγγελματικοί, επιστημονικοί, Επιμελητήρια, Πανεπιστήμιο, ΔΕΥΑ κ.λπ.
* Ο Δημ. Γελαλής είναι οικονομολόγος, πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και γεν. γραμματέας του ΥΠΑΑΤ.