δυνατόν να παρουσιαστούν, οι πιο απροσδόκητες, οι πιο συγκλονίστηκες περιπέτειες. Πώς μπορεί να συμβεί αυτό; Θα επιχειρήσουμε παρακάτω να το αποδείξουμε συνοπτικά.
Ο Πικάσο (που δεν έκανε στη ζωή του μεγάλα ταξίδια) λέει: «Παρά να τρέχεις εσύ πίσω από τον κόσμο, δεν είναι καλύτερα να τον κάνεις να έρχεται εκείνος κοντά σου; Ξέρετε πώς; Είναι πολύ απλό. Εξαρτάται από τον τρόπο που ζείτε, πού εργάζεστε, πού ερωτεύεστε. Εγώ τις πέντε ηπείρους και όλα τα πελάγη με τις ποντοπόρες θάλασσες τα έχω μέσα στο ατελιέ μου». Έχουν μια μεταφορική λογική τα λόγια του Πικάσο βέβαια, έμπρακτη και αποδεχτή από πολλούς θα λέγαμε. Γιατί, όπως γνωρίζουμε, όλη μας η ζωή είναι ένα μεγάλο ταξίδι, που περιλαμβάνει κάθε μικρή και μεγάλη δραστηριότητα, προς κάθε κατεύθυνση. Από τη γέννησή μας μέχρι τον θάνατό μας, ταξιδεύουμε πολύτροπα και ποικιλόμορφα στον κόσμο αυτό που ζούμε. Σύμφωνα πάντα με τη γνώση μας και την αντίληψή μας, βλέπουμε και δημιουργούμε, ενεργούμε αναλόγως – δηλαδή ταξιδεύουμε – είμαστε όλοι πρόσφυγες, και ψάχνουμε τρόπους να επιβιώσουμε ελεύθεροι και ανεξάρτητοι, μέσα σε έναν κόσμο ειρηνικό, μακριά από τους καταστροφικούς πολέμους με το πολυτιμότερο αγαθό που λέγετε ελευθερία.
Ένα παράδειγμα θα ήταν χρήσιμο, για να νιώσετε καλύτερα τους έμπρακτους συλλογισμούς μας. Να πούμε για την ελευθερία που έχουμε στη ζωή μας; Ελευθερία λοιπόν – λέει ο μεγάλος νομπελίστας ο Ελύτης, δεν είναι να κινείσαι ανεμπόδιστα στο πεδίο που σου έχει δοθεί, πρέπει να το διευρύνεις, και δη κατά τη διάσταση της αναλογίας των αισθήσεων, αυτό είναι. Διαθέτοντας καινούριες μονάδες για τη μέτρηση του κόσμου. Τότε μόνο προχωρείς ταυτόχρονα προς όλες τις κατευθύνσεις, που σημαίνει: αναπτύσσεις ένα πρίσμα διάφανο, ικανό να σε κάνει να βλέπεις όπως ακούς, ή ν’ ακούς όπως βλέπεις, και ούτω καθεξής, όπως μόνο η ψυχή γίνεται να επιτρέψει. Ένα ρυάκι δεν είναι απλώς λίγο νερό που κατρακυλάει τον κατήφορο, είναι η λαλούσα κι ευχάριστη υποδήλωση της παιδικής ηλικίας των πραγμάτων». Δεν είναι αλήθεια;
Για να πάμε σ’ έναν άλλο στοχαστή ποιητή, τον Μάνο Ελευθερίου που έφυγε τον Ιούλη το 2018 από τη ζωή, αφήνοντας μια μεγάλη και σπουδαία φιλοσοφημένη παρακαταθήκη στην ελληνική μούσα, στον ελληνικό λαό, που μέσα από κάποιους στίχους, σ’ ένα τραγούδι του λέει: «Το σεργιάνι μας στον κόσμο ήταν δέκα μέτρα γης, όσο πιάνει ένα σπίτι και ο τοίχος μιας αυλής». Πόσο απλά, πόσο κατανοητά τα λόγια αυτών των στίχων. Πόσο αληθινά τα λόγια του σε κάθε άνθρωπο, που όμως, ίσως, οι περισσότεροι συνειδητοποιούν και κατανοούν στα στερνά χρόνια του βιολογικού τους κύκλου, και κυρίως κατά την «αποδήμηση κάποιου εις το υπερπέραν», το ανθρώπινο αυτό σεργιάνι.
Στο ένα και μοναδικό ταξίδι της ζωής μας, κάθε άνθρωπος, ζει και βιώνει ό,τι γνωρίζει, ό,τι έμαθε δηλαδή, κατά την πορεία του από τη γέννησή του, σύμφωνα πάντα με το: «γνώθι σ’ αυτόν». Η γνώση μας οδηγεί και μας διαφεντεύει. Κάποιοι λένε και πιστεύουν στην τυφλή θεά τύχη, στην καλοτυχία και στην κακοτυχία. Ναι. «Συν Αθηνά και χείρα κίνει» έλεγαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Να πιστεύεις στη θεά Αθηνά, να κουνάς όμως και τα χέρια σου. Η τύχη, πρέπει να πούμε, πως είναι δημιούργημα στο μεγαλύτερο μέρος της, στο μοναδικό ταξίδι της ζωής μας.
Έτσι λοιπόν, ταξιδεύω κι εγώ τα τελευταία χρόνια της ζωής μου στον προκαθορισμένο σχεδόν χώρο, μελετώντας τη ζωή και τον θάνατο. Ζώντας τη φοβερή συστημική, σχεδιασμένη οικονομική κρίση, του καπιταλιστικού συστήματος και τη χρεοκοπία της χώρας μας, όπως και την παγκόσμια κορονοϊκή εποχή, που με παραπέμπει στο απώτερο άλλα και στο σχετικά κοντινότερο παρελθόν με τις πανδημίες της αρχαιότητας ( στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου) και φυσικά την προ εκατό χρόνια περίπου , με την Ισπανική γρίπη και τα εκατομμύρια των νεκρών.
Ίσως κάποιοι, που εξουσιάζουν τις τύχες των λαών, να μετρούν το «βάρος» του πλανήτη μας και να το βρίσκουν υπέρβαρο, και σκέφτηκαν να τον ελαφρύνουν, όπως, επίσης να λογαριάζουν να δώσουν κάποιες λύσεις, στην οικονομική συστημική κρίση, για την παράταση του καπιταλιστικού κόσμου – με όποιο κόστος κι αν χρειαστεί – κι ας είναι ακόμη σε βάρος της ανθρωπότητας και των λαών της γης.
Πολλές και σαρωτικές οι δογματικές καταιγίδες στο ανθρώπινο ταξίδι, που απαιτούν την πρέπουσα γνώση να τις αντέξει κανείς για να ζήσει με κάποια ελπίδα σ’ αυτόν τον κόσμο τον παλιό τον χιλιομπαλωμένο της Ρωμιοσύνης που λέει ο Γ. Ρίτσος, ο νεότερος εθνικός μας ποιητής.