κατ’ ελάχιστον αντιλαμβάνεται τη σημασία του φαινομένου της ερημοποίησης για μεγάλο τμήμα του πλανήτη, στο οποίο η Ελλάδα έχει εμφανή θέση, μετά από την τοποθέτηση πολλών πολιτικών μας, διερωτάται αν οι απόψεις τους γύρω από το πρόβλημα της ερημοποίησης, οφείλονται σε άγνοια, αδιαφορία ή (πολιτική) υποκρισία. Και τούτο για τους παρακάτω λόγους:
Το θέμα της ερημοποίησης εμφανίσθηκε στη Βουλή ως ένα καινούργιο πρόβλημα που το δημιουργεί η κλιματική αλλαγή, η οποία εκτός από τις καταστρεπτικές συνέπειες στο περιβάλλον και τον άνθρωπο, ο οποίος με τις δράσεις του την ενισχύει, δημιουργεί ένα εύκολο άλλοθι για τη δικαιολόγηση απαράδεκτων διαχρονικά πολιτικών, τα αποτελέσματα των οποίων σήμερα προβάλλουν με πολύ έντονο τρόπο λόγω και της κλιματικής κρίσης. Αξίζει λοιπόν να ενημερωθούν οι πολίτες για ορισμένα θέματα που αποδεικνύουν την άγνοια ή την αδιαφορία ή την (πολιτική) υποκρισία των όσων έχουν την τύχη της χώρας στα χέρια τους. Το 1994 ο ΟΗΕ εκτιμώντας ότι το φαινόμενο της ερημοποίησης που έπληττε κατά προτεραιότητα την Αφρικανική ήπειρο εξαπλώνεται και αρχίζει να απειλεί τον πλανήτη ολόκληρο με προτεραιότητα τις χώρες με ξηρό και ημίξηρο κλίμα, ψήφισε τη Σύμβαση για την καταπολέμηση της ερημοποίησης. Η Ελλάδα ήταν μεταξύ των χωρών που συμφωνώντας με την πρωτοβουλία του ΟΗΕ, υπέγραψε τη Σύμβαση κυρώνοντάς την με νόμο (Ν.2468/1997). Μεταξύ των πρώτων υποχρεώσεων της Σύμβασης, ήταν η σύσταση μιας Εθνικής Διεπιστημονικής Επιτροπής που θα συμβούλευε την Πολιτεία για τη σημασία και τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για τον μετριασμό των επιπτώσεων από το φαινόμενο της ερημοποίησης. Η Επιτροπή εκείνη, στην οποία είχα την τύχη να συμμετέχω, συνέταξε το γνωστό Εθνικό Σχέδιο για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης, το οποίο επισημοποιήθηκε διοικητικά με Κοινή Υπουργική Απόφαση. Δηλαδή 20 χρόνια από σήμερα είχε ήδη τεθεί το πρόβλημα στο τραπέζι και είχαν διατυπωθεί οι προτάσεις της επιστημονικής κοινότητας για την αντιμετώπισή του. Σημειώνεται εδώ ότι στο Σχέδιο αυτό προτείνονταν πιλοτικές εφαρμογές σε διάφορα μέρη της χώρας, ένα από τα οποία ήταν στη Θεσσαλία, η οποία στο ανατολικό της τμήμα υποφέρει ιδιαίτερα από το φαινόμενο της ερημοποίησης. Στα 20 χρόνια που πέρασαν η Πολιτεία, μετά τις πρώτες τυμπανοκρουσίες, έβαλε το θέμα στο περιθώριο αδιαφορώντας για τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει η χώρα με την υπογραφή της Σύμβασης του ΟΗΕ μέχρι του σημείου να μη πληρώνει τη συνδρομή της (20 χιλ. ευρώ τον χρόνο) και να κινδυνεύσει η χώρα να τεθεί εκτός της σύμβασης. Αυτό μέχρι τις αρχές του τρέχοντος έτους, που επί τέλους, ύστερα από τεράστιες προσπάθειες αφανών μικρών ηρώων υπαλλήλων του Υπουργείου Γεωργίας (Δ/νση Χωροταξίας και Περιβάλλοντος), τις οποίες γνωρίζω από πρώτο χέρι γιατί συμμετείχα σε σχετικές ομάδες εργασίας, το θέμα επανήλθε στην επικαιρότητα, έφθασε στα αυτιά των πολιτικών, πήγε στη Βουλή με επίκαιρη ερώτηση από βουλευτή του νομού μας και ήρθε το πρώτο ενθαρρυντικό αποτέλεσμα. Η Πολιτεία (ξανα)αποφάσισε να ασχοληθεί με το πρόβλημα, εκπληρώνοντας τις οικονομικές υποχρεώσεις (όπως δήλωσε ο αρμόδιος υπουργός) και επανασυστήνοντας την Εθνική Επιτροπή. Έτσι λοιπόν ξανανακαλύψαμε τον τροχό κάτω όμως από ένα αίσθημα υποψίας από τους πολίτες, μήπως η παράσταση επαναληφθεί με τον ίδιο τρόπο. Και αυτό για τους παρακάτω λόγους:
Ενώ το 2001 η Πολιτεία είχε νομοθετήσει την υποχρέωση της να οριοθετήσει τη γεωργική γη (Ν. 2945/2001), η οποία ως γνωστόν παίζει καθοριστικό ρόλο στα θέματα της κλιματικής αλλαγής, μέχρι σήμερα δεν προχώρησε στην υλοποίησή της.
Έτσι η γεωργική γη και ιδιαίτερα η λεγόμενη Γη Υψηλής Παραγωγικότητας όχι μόνο δεν έχει οριοθετηθεί, αλλά με σειρά καταστρεπτικών νομοθετικών ρυθμίσεων (Ν. 4178/2013) αφήνεται έρμαιο στην εύκολη αλλαγή χρήσης σε μια έκταση που υπολογίζεται στα 15 εκατ. στρ. περίπου (είναι η επιφάνεια στην οποία επεκτείνεται η δυνατότητα αλλαγής χρήσης με βάση την παρέκκλιση του Ν. 4178/2013), όταν το σύνολο της γεωργικής γης της χώρας είναι 32 εκατ. στρ.
Δηλαδή πάνω από το 1/3 της γεωργικής έκτασης της χώρας είναι έρμαιο στη δυνατότητα αλλαγής χρήσης και μετατροπής της σε μη γεωργική. Εάν αυτό συνυπολογισθεί με την απώλεια της γεωργικής γης λόγω υποβάθμισης της παραγωγικότητας από την κακή διαχείρισή της, μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς πού οδηγείται η γεωργική γη και επομένως η Γεωργία της χώρας μας. Αυτό όταν διακηρύσσεται από όλες τις πολιτικές δυνάμεις (στα αυτιά μας ηχούν οι πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Γεωργίας στη Λάρισα), ότι ο πρωτογενής τομέας είναι από τους βασικότερους της οικονομίας μας. Διερωτάται λοιπόν ο πολίτης γιατί γίνεται αυτό; Είναι από άγνοια κινδύνου; Η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική, αφού και το 2016 και το 2020 έγινε προσπάθεια από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας να καταργηθούν οι απαράδεκτες παρεκκλίσεις του Ν. 4178/2013, αλλά την τελευταία στιγμή ακυρώθηκαν από κάποια μαγικά (πολιτικά) χέρια. Επομένως το ερώτημα στον πολίτη παραμένει, πρόκειται για άγνοια κινδύνου, αδιαφορία ή (πολιτική) υποκρισία; Η πορεία και η τύχη και της νέας Εθνικής Επιτροπής για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης θα το δείξει. Στο μεταξύ οι φόβοι περί (πολιτικής) υποκρισίας ενδυναμώνονται από την ευαισθητοποίηση μερίδας του πολιτικού κόσμου για την απώλεια γεωργικής γης λόγω της εισβολής των φωτοβολταϊκών μονάδων, όταν, όπως προαναφέρθηκε, στο χέρι της Πολιτείας είναι η εφαρμογή ψηφισμένου νόμου που θα προστατεύει την αγροτική γη και ιδιαίτερα της Γη Υψηλής Παραγωγικότητας που αποτελεί και συνταγματική υποχρέωση (άρθρο 24).
*Ο Χρίστος Τσαντήλας είναι γεωπόνος, δρ Εδαφολογίας, πρ. τακτικός ερευνητής και διευθυντής του Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ.