Όσο μου επιτρέπει, λοιπόν, η μνήμη μου, ο κύριος ιστός της πόλης περιορίζονταν το 1960 απ’ τον Πηνειό και απ’ τη μετέπειτα οδό Ηρώων Πολυτεχνείου, που, τότε, ήταν απλό ανάχωμα προστασίας της απ’ τις βροχοπτώσεις και τις πλημμύρες, ειδικά όταν το ποτάμι ξεχείλιζε, οπότε της ταίριαζε το προσωνύμιο λασπούπολη. Έζησα στα «Ταμπάκικα», κατά την περίοδο 1965-1968, στο επί της οδού Βησσαρίωνος 3 οικοδόμημα, Οικοτροφείο της Μητρόπολης τότε, οπότε γνωρίζω πολύ καλά, τι τραβούσαν οι παραπήνειες γειτονιές και τα παιδιά, όταν τολμούσαμε να πλησιάσουμε στις όχθες του Πηνειού, που θύμιζαν ζούγκλα. Άλλωστε, οι περιφερειακές γειτονιές, όπως αυτές του Πέρα Μαχαλά, του Αγίου Θωμά, της Φιλιππούπολης, του Λιβαδακίου, της Νεράιδας, της Τούμπας, του Αγίου Γεωργίου, των Πυροβολικών και της Νέας Πολιτείας ήταν είτε αραιοκατοικημένες και με υποδομές προβληματικές, είτε αδιαμόρφωτες ακόμη.
Θυμάμαι, χαρακτηριστικά, ότι η περιοχή Νεράιδας και κατά μήκος του αναχώματος ήταν γεμάτη από καλάμια, ότι στον χώρο, που είναι κτισμένο, σήμερα, το 2ο Γυμνάσιο και Λύκειο, υπήρχαν παράγκες, σε μία εκ των οποίων διέμενε θείος μου με τα οκτώ παιδιά του, και μετά την κατεδάφισή τους λειτουργούσε λαϊκή αγορά, ενώ κοντά στη σιδηροδρομική διάβαση επί της οδού Βόλου λειτουργούσε το εξοχικό κέντρο «Καρύδειο». Εντελώς διαφορετική ήταν, επίσης, η περιοχή γύρω απ’ τον λόφο του Φρουρίου. Εκεί μαζί με άλλα οικοδομήματα ορθώνονταν το κτίριο της Μητρόπολης και απέναντί του το μεγάλο ρολόι της πόλης κτισμένα πάνω στο θαμμένο Αρχαίο Θέατρο, ενώ, λίγο πιο πάνω, βρίσκονταν ο πρόχειρος μετά τον σεισμό ναός του Αγίου Αχιλλίου, καθώς ο σημερινός δεν είχε αποπερατωθεί, ακόμη. Εκεί βρίσκονταν, επίσης, οι εγκαταστάσεις για τη λαϊκή της Τετάρτης και πλήθος οίκων ανοχής, ενώ, δίπλα απ’ τον νέο ναό, εκτός απ’ το μνημείο της Ελευθερίας δέσποζε και λειτουργούσε το 4ο Δημοτικό.
Και μια που μίλησα για σχολεία, η πόλη διέθετε, τότε, δύο δημόσια Γυμνάσια Λύκεια Αρρένων επί των οδών Ανθίμου Γαζή και Αιόλου, αντίστοιχα, δύο Θηλέων, ένα στο Κουτσίνειο και το άλλο στου Γουμενόπουλου, δύο ιδιωτικά μεικτά, του Μίχου, απέναντι απ’ το 1ο Γυμνάσιο, και του Μπόκαρη, απέναντι απ’ το Γαλλικό Ινστιτούτο. Υπήρχαν, βέβαια, αρκετά Δημοτικά, αλλά κανένα Νηπιαγωγείο, αφού δεν είχαν, ακόμη, καθιερωθεί. Όσον αφορά την τεχνική εκπαίδευση αυτή καλύπτονταν, κατά βάση, απ’ τις ιδιωτικές τεχνικές σχολές Γουμενόπουλου, τη Γεωργική Σχολή και απ’ τον Όρχο οχημάτων του στρατού.
Αναφέρω, επίσης, ότι η πόλη, τότε, είχε ελάχιστα ιδιωτικά αυτοκίνητα και οι μετακινήσεις των κατοίκων της διευκολύνονταν, κυρίως, από πολλά ποδήλατα, από ιππήλατες άμαξες και απ’ το δίκτυο αστικής συγκοινωνίας, στο οποίο εργάστηκα ως εισπράκτορας, επί δίμηνο, το καλοκαίρι του 1970, όταν ήμουν δευτεροετής φοιτητής. Όσον αφορά τις μετακινήσεις από και προς τα γύρω χωριά, αυτές καλύπτονταν είτε απ’ τον σιδηρόδρομο, είτε, κυρίως, απ’ τα υπεραστικά λεωφορεία του Κ.Τ.Ε.Λ.
Και επειδή ο Πυργετός, το χωριό μου, εξυπηρετούνταν απ’ το πρακτορείο Αγιάς, στη γωνία των οδών 23ης Οκτωβρίου και Μπότσαρη, ηχούν, ακόμη, στ’ αυτιά μου απ’ τα μεγάφωνα του σταθμού οι ανακοινώσεις του τύπου «Αγιά, Γερακάρι, Άγιο Νικόλα, Τσούξανη....... στο τάδε λεωφορείο», ενώ πολλοί δρόμοι του κέντρου της πόλης έφεραν διαφορετικά ονόματα και ήταν διπλής κατεύθυνσης, όπως η 23ης Οκτωβρίου, που, τότε, ονομάζονταν Γεωργίου Β’.
Σημειώνω, ακόμη, τις φωνές από περιοδεύοντες γαλατάδες, παγωτατζήδες και τενεκετζήδες, τις βραδινές βόλτες, χάριν διασκέδασης, πολλών Λαρισαίων γύρω απ’ την Κεντρική πλατεία, αρχικά, και την οδό Κούμα, κατόπιν, τα ζαχαροπλαστεία και καφενεία γύρω απ’ την Κεντρική πλατεία και, κυρίως, επί της οδού Πανός, τα λαϊκά εστιατόρια «Φτωχομάνα», «Δυο Φεγγάρια», «Φασούλας» και «Έλατος», το ουζερί «Μπαρμπαγιάννης» στην πλατεία Ταχυδρομείου και το εξοχικό του «Τζίμη» στο Αλκαζάρ, το μπαρ Σ.Ε.Κ., τα κέντρα διασκέδασης «Ρίο», «Μοκάμπο», «Ιφιγένεια» και διάφορες ντισκοτέκ, όπου κατέφευγαν πολλοί Λαρισαίοι, προκειμένου να φάνε, να πιούνε και να διασκεδάσουνε.
Άλλη εικόνα, λοιπόν, άλλος τρόπος ζωής και, εν πολλοίς, πιο ανθρώπινος, αν τον συγκρίνει κανείς με τον βουερό και απρόσωπο σημερινό.
Από τον Κώστα Γιαννούλα