Είχε ν’ αντιμετωπίσει, κατ’ αρχήν, έναν πρωτόγνωρο λαϊκισμό, που, ενισχυμένος κατά τι και απ’ το καλύτερο αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών σε σχέση μ’ αυτά των Ευρωεκλογών και της τοπικής αυτοδιοίκησης, οδήγησε τον κ. Τσίπρα και όχι μόνο στο να υποτιμήσει, αρχικά, τον κ. Μητσοτάκη. Είχε, ακόμη, ν’ αντιμετωπίσει μια οικονομία, που δεν είχε προλάβει να συνέλθει απ’ την οικονομική κρίση και την περιπέτεια των μνημονίων, και έναν λαό διψασμένο για πολιτική ηρεμία και για καλύτερες μέρες.
Εν τούτοις, ο κ. Μητσοτάκης έδειξε, απ’ την πρώτη στιγμή, ότι ήταν πολύ καλά προετοιμασμένος, προκειμένου να ξεδιπλώσει, σταδιακά, το προεκλογικό πρόγραμμά του και ν’ αντιμετωπίσει συσσωρευμένα προβλήματα, που απαιτούσαν άμεσες λύσεις. Με όπλα, λοιπόν, την αυτοδυναμία και το άνοιγμα προς κεντροαριστερές προσωπικότητες, που δέχτηκαν να πλαισιώσουν την κυβέρνησή του, ξεκίνησε μια πολλά υποσχόμενη πορεία και άρχισε, πολύ γρήγορα, να δείχνει κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού αιφνιδιάζοντας ευχάριστα τον λαό και δυσάρεστα τους αντιπάλους του, που, αρχικά, τα είχαν χαμένα.
Πριν συμπληρωθεί, ωστόσο, εξάμηνο διακυβέρνησης και ενώ προχωρούσε σχεδόν χωρίς αντίπαλο, εμφανίστηκαν στον δρόμο του δύο σημαντικά προβλήματα... Ο covid19 και, ταυτόχρονα, η εξ ανατολών απειλή. Και στη μία, όμως, και στην άλλη περίπτωση η κυβέρνησή του στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και αντιμετώπισε με επιτυχία την όλη κατάσταση.
Κατάφερε, άλλωστε, ν’ αποφύγει τον αιφνιδιασμό των γειτόνων και τη δημιουργία τετελεσμένων και να αναγνωριστούν, έμπρακτα, ως ευρωπαϊκά τα ανατολικά σύνορα της χώρας. Επιπλέον, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, κατάφερε για τον τρόπο αντιμετώπισης της πανδημίας να γίνει η Ελλάδα πρωτοσέλιδο στον διεθνή Τύπο με επαινετικά σχόλια απ’ αυτούς, που μας καθύβριζαν μέχρι πρότινος και πολύ σπάνια χρησιμοποιούσαν μια καλή λέξη για τη χώρα μας.
Ο covid19, όμως, αποδείχθηκε στην πορεία, ότι ήλθε, για να μείνει, μια που χωρίς μέτρα προστασίας και, κυρίως, χωρίς εμβόλια δεν δαμάζεται. Η τουρκική προκλητικότητα, επίσης, δεν έχει τελειωμό και αναγκάζει τη χώρα μας να εξοπλίζεται, περαιτέρω, δαπανώντας κεφάλαια, τα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για άλλους σκοπούς. Και όχι μόνο αυτό.
Λες και συνωμότησε η φύση εναντίον της, φωτιές, σεισμοί, καταποντισμοί και παγετοί έπληξαν τη χώρα. Τελούσα υπό πίεση, λοιπόν, η κυβέρνηση και επιθυμούσα την επάνοδο στην κανονικότητα, όσο γίνεται πιο γρήγορα, προκειμένου να λειτουργήσει η αγορά και ν’ αποφύγει τη δυσφορία του κόσμου και την επερχόμενη φθορά, άρχισε να κάνει άστοχες και ατυχείς ενέργειες, που οφείλονταν είτε στη χαλάρωση, είτε στην πολυφωνία και στην έλλειψη συντονισμού, εν πολλοίς, είτε στη δημιουργία πρόωρων και ψεύτικων προσδοκιών.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο και με μια αξιωματική αντιπολίτευση να τον περιμένει στη γωνία μηδενίζοντας τα πάντα για προφανείς λόγους και με το κίνημα των αρνητών του κορονοϊού, των τεστ και των εμβολίων να διευρύνεται, η καλή εικόνα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη άρχισε να θολώνει. Έγιναν, βέβαια, δύο ανασχηματισμοί και συνεχίστηκε η προσπάθεια υλοποίησης του κυβερνητικού προγράμματος συνοδευόμενη, πάντα, από ποικίλες αντιδράσεις εν μέσω, μάλιστα, πανδημίας. Η κατάσταση, ωστόσο, δε βελτιώνονταν, παρότι ο Πρωθυπουργός είχε πάρει πάνω του την όλη υπόθεση, μια που το τείχος ανοσίας προχωρούσε με ρυθμούς χελώνας λόγω μη επάρκειας των εμβολίων, ενώ η κούραση του εκλογικού σώματος απ’ τη μακροχρόνια καραντίνα και τις άλλες δυσκολίες ήταν εμφανής.
Μετά τον επίσημο γιορτασμό, όμως, της εθνικής παλιγγενεσίας και τον τρόπο, που αυτός οργανώθηκε, αλλά, κυρίως, μετά την επίσκεψη του κ. Δένδια στην Άγκυρα και τα όσα συνέβησαν εκεί, η κυβέρνηση άρχισε να ανακάμπτει και να κερδίζει, πάλι, έδαφος. Σ’ αυτό συμβάλλει η κυβερνητική στήριξη σε εργαζομένους και επιχειρήσεις, το ευρωπαϊκό πρόγραμμα ανάκαμψης της οικονομίας, η σταθεροποίηση και ο έλεγχος της υγειονομικής κατάστασης, ο πολλαπλασιασμός των εμβολίων και το τείχος ανοσίας, που κτίζεται, πλέον, με γρήγορους ρυθμούς, η σταδιακή απελευθέρωση δραστηριοτήτων, το πλούσιο νομοθετικό έργο ορισμένων Υπουργείων, αλλά και η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για την οποία θα μιλήσω μια άλλη φορά.
Ωστόσο, τα δύσκολα παραμένουν, οι φάλτσες φωνές εντός Ν.Δ. υπάρχουν, οπότε δεν μπορεί να ξέρει κανείς, τι μπορεί να προκύψει στο μέλλον.
Από τον Κώστα Γιαννούλα