Σύνταγμα, το οποίο με τη διάταξη του άρθρου 87, καθιερώνει, εμφατικώς, την αρχή της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των Δικαστικών Λειτουργών, υπό την έννοια της θέσπισης εγγυήσεων για την υπηρεσιακή τους κατάσταση (άρθρα 88-92), την ισοβιότητα (άρθρο 88 παρ. 1) και την υπηρεσιακή τους εξέλιξη (άρθρο 90), ώστε να μην υπόκεινται σ’ εξαρτήσεις ή επεμβάσεις από τη Νομοθετική, την Εκτελεστική αλλά και την ίδια τη Δικαστική Εξουσία, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η ορθή απονομή της δικαιοσύνης απαιτεί την κατοχύρωση και ενίσχυση της ανεξαρτησίας της. Αυτή η ανεξαρτησία των δικαιοδοτικών οργάνων, όπως έχει τονίσει κατ’ επανάληψη το ΔΕΕ, μετουσιώνεται κατά κύριο λόγο στο δικαίωμα του ατόμου για αποτελεσματική δικαστική προστασία αλλά και σε δίκαιη δίκη. H δίκαιη δίκη είναι μια θεμελιωδώς εγγύηση σε κάθε δημοκρατική κοινωνία, τη δε ευθύνη για τη διασφάλισή της φέρουν οι δικαστές, οι εισαγγελείς και οι νομοθέτες παρά τους λοιπούς εμπλεκόμενους. Στo πλαίσιο αυτό ετέθη τον παρόντα χρόνο το ερώτημα εάν η έκδοση δελτίου Τύπου σχετικά με την απεργία πείνας κατάδικου κρατουμένου σε σωφρονιστικό κατάστημα της χώρας είναι θεμιτή παρέμβαση εκ μέρους δικαστικής ενώσεως;
Η απάντηση είναι ευθέως αρνητική διότι η ορθή απονομή της δικαιοσύνης δεν απαιτεί μόνο την καθιέρωση και ενίσχυση της δικαστικής ανεξαρτησίας, αλλά έχει ως αναγκαίους όρους την αμεροληψία και ουδετερότητα των δικαστών. Προκειμένου να θεμελιώσω την ανενδοίαστη εκ μέρους μου απάντηση σκόπιμο είναι να εκκινήσω από ορισμένες κοινές παραδοχές. Οι αρχές της αμεροληψίας και ουδετερότητας του δικαστή, σε συνδυασμό με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, είναι απαραίτητες ώστε να εμπεδώνεται στους πολίτες το αίσθημα εμπιστοσύνης, δηλαδή ότι το δικαστήριο θα κρίνει την υπόθεσή του σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους δίχως πίεση ή επιρροή από τις οποιασδήποτε μορφής εξουσίας. Συνεπώς, ο δικαστής οφείλει να εμφανίζεται ως «τρίτος» ενώπιον των υποκείμενων μιας ένδικης διαφοράς, χαρακτηριστικό γνώρισμα της δικαιοδοτικής λειτουργίας του. Η αμεροληψία είναι συστατικό στοιχείο του κύρους αλλά και προϋπόθεση για την αποδοχή της δικαστικής κρίσης σε μια δημοκρατική κοινωνία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα εκφέρει γνώμη. Αντιθέτως, ο δικαστής, εφαρμόζοντας τον νόμο, θα λάβει τελικώς θέση και θα εκφραστεί αλλά μόνον μέσα από τις ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες αποφάσεις του, οι οποίες υπόκεινται σε έλεγχο κατά τον προβλεπόμενο από τον νόμο τρόπο. Αναδεικνύεται, λοιπόν, ως καίριο ζήτημα τόσο η ενώπιον του δικαστηρίου διαδικασία όσο και οι προγενέστερες της κρίσης του δικαστή συνθήκες που πρέπει να διασφαλίζουν το αμερόληπτο της κρίσης του.
Όταν ο δικαστής εκφέρει γνώμη εκτός των δικαιοδοτικών του καθηκόντων και ειδικότερα σε περίσταση που άπτεται ευθέως πολιτικών χειρισμών χάνει την ουδετερότητα που πρέπει να τον χαρακτηρίζει και παραβιάζει τη θεμελιώδη αρχή της Δίκαιης Δίκης, όχι μόνο για τον ένα και μοναδικό κριθέντα αλλά και για όλους τους μελλοντικούς κριθέντες. Διότι, ευλόγως, ο κάθε πολίτης θα αξιώνει παρόμοια συμπαράσταση για το δικό του «δίκαιο αίτημα». Η δικαστική λοιπόν ουδετερότητα αναδεικνύει την έλλειψη οποιασδήποτε προτίμησης του δικαστή για την έκβαση της επίδικης υπόθεσης υπέρ κάποιου από τους διαδίκους. Κατ’αυτόν τον τρόπο θα ανταποκρίνεται στις εγγυήσεις της δικαστικής ουδετερότητας και αμεροληψίας και συνεπώς η κρίση του θα είναι «δίκαιη».
Συνεπώς, η έκφραση γνώμης υπό τον μανδύα έκκλησης για ανθρωπιστικούς λόγους καταδικασθέντος και κρατουμένου ήδη σε σωφρονιστικό ίδρυμα, σαφώς και ξεπερνά τα όρια της αμεροληψίας και ουδετερότητας του δικαστή, διότι εκείνος θα είναι σε κάθε περίπτωση ο τελικός κριτής. Όπως και εν τέλει είναι και για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Η δε αναφορά στον ουμανισμό πλήττει την εικόνα του Ελληνα δικαστή διότι εκείνος είναι που καθημερινά βιώνει την αριστοτελική σκέψη «Είναι το ίδιο πράγμα, λοιπόν, το δίκαιο και το επιεικές, και ενώ είναι και τα δύο καλά, το επιεικές είναι ανώτερο» καθώς η αρχή της επιείκειας αποτελεί μέρος της πραγμάτωσης της δικαιοσύνης.
Από την Ελευθερία Κώνστα, Εφέτη και μέλος του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων