Σ’ όλη τη Θεσσαλία διαδραματίστηκαν πολλά γεγονότα, κατά την προεπαναστατική και την επαναστατική περίοδο, που καταγράφηκαν στην τοπική Ιστορία μέσα από τις πρωτογενείς πηγές.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και η μεγάλη αντίδραση, που έφτασε στα όρια της εξέγερσης των Ρωμιών της Λάρισας, ενάντια στον Τουρκόφιλο, Αλβανό μητροπολίτη Λάρισας, Πολύκαρπο Δαρδαίο ή Μπιθικούκη.
Διορισμένος από τον συμπατριώτη του Αλή Πασά, αφού η πλούσια Αρχιεπισκοπή Λάρισας ανήκε στη διοικητική επικράτεια ευθύνης του.
Ο Πολύκαρπος, από νεαρός φιλόδοξος και αριβίστας, όπως μας τον περιγράφουν οι συγγενείς του, βιογράφοι. Αναρριχήθηκε στην εκκλησιαστική ιεραρχία μέσα από τη σχέση που δημιούργησε με τους ανώτερους βαθμοφόρους της εκκλησίας, και τους ισχυρούς παράγοντες της οθωμανικής διοίκησης. Στη συνέχεια, αφού τους αξιοποίησε, δεν δίστασε να τους προδώσει.
Την αναρρίχησή του όφειλε αποκλειστικά στον Αλή πασά.
Το ιερατικό του ξεκίνημα έγινε με την χειροτονία του σε διάκο, από τον Άρτας Μακάριο, ο οποίος του ξεκλείδωσε τις πόρτες για να αναρριχηθεί στην ιεραρχία.
Ο Άρτας Μακάριος «προβιβάστηκε» και έγινε Εφέσου και συνοδικός. Μετά από λίγο καιρό ο Πολύκαρπος βρέθηκε κοντά του πάλι, αφού ήταν «τσιράκι» του1, με μια περίεργη διαδρομή. Ο Εφέσου Μακάριος, πρώην Άρτας, αμέσως τον χειροτόνησε επίσκοπο Τρωάδος,
Σε λίγο καιρό πέθανε ο Εφέσου Μακάριος και στη θέση του η πατριαρχική σύνοδος «εξέλεξε» μητροπολίτη τον Διονύσιο Λαρίσης, που ταυτόχρονα έγινε και συνοδικός. Στη χηρεύουσα πλέον αρχιεπισκοπή2 της Λάρισας πρότεινε και επέβαλε την «εκλογή» του Πολύκαρπου, μετά από απαίτηση του Αλή Πασά.
Για την εκλογή του Πολύκαρπου παρεμβαίνουν επίσης και διάφοροι παράγοντες, όπως η Φαναριώτικη οικογένεια των Μουρούζιδων που ήταν δραγουμάνοι της Πύλης. Ιδιαίτερα αναμιγνύεται και η νύφη του Διονύσιου και γυναίκα του αδερφού του Κωνσταντίνου Καλλιάρχη, η Ραλλού, που ήταν αδερφή των Μουρούζιδων.3 Από την ίδια πηγή μαθαίνουμε πως δόθηκαν μεγάλα ποσά από τον Αλή για την «εκλογή» του Πολύκαρπου, ανεξάρτητα από τα τεράστια ποσά που έδωσε στη σύνοδο ο ίδιος ο Πολύκαρπος.
Όταν διορίστηκε ο Πολύκαρπος στη Λάρισα, αφού εγκαταστάθηκε «επήγεν εις Ιωάννινα εις προσκύνησιν του Αλή πασά, ο οποίος τον εδέχθη με καλήν επιδίωξιν ως αλβανόν, μάλιστα τον εκάθησεν ανώτερον του τότε Ιωαννίνων Γαβριήλ».4«Ο Αλή Πασάς τον αγαπούσε πρώτα και τον εκτιμούσε πολύ, και του έλεγε «tyteduvasivella». (= εσένα αγαπώ σαν αδελφόν)»5.
Οι επόμενες ενέργειες όταν γύρισε στη Λάρισα ήταν να μαζέψει τα τεράστια ποσά που ξόδεψε για να «αγοράσει»6 τη θέση του μητροπολίτη.
Επειδή όμως σε σύντομο χρονικό διάστημα είχαν αλλάξει τέσσερις μητροπολίτες, οι Ρωμιοί της Λάρισας δεν μπορούσαν να σηκώσουν τόσα δυσβάσταχτα βάρη.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες της σκλαβιάς, της φορολογικής αφαίμαξης του οθωμανικού κράτους, ήρθε και αυτή η ανάλγητη, η βίαια και η τρομοκρατική αρπαγή και μάλιστα από τους θεωρητικά, φυσικούς τους προστάτες.
Όλη αυτή η βία και η οικονομική ασφυξία που είχε επιβάλει, ο Πολύκαρπος, ξεσήκωσε του Λαρισινούς χριστιανούς, με επικεφαλής τις συντεχνίες της πόλης και όλο σχεδόν τον κατώτερο κλήρο.
Εικοσιμία σωζόμενες επιστολές αναφέρονται στη διαμάχη των Πολύκαρπου -Πατριαρχείου από τη μία και των συντεχνιών- κατώτερου κλήρου από την άλλη.7
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι επιστολές του Βελή πασά8, στον οποίο απευθύνθηκαν οι χριστιανοί υπήκοοί του για να μεσολαβήσει στο Πατριαρχείο και τον Πολύκαρπο, για την ελάφρυνση των απαιτήσεων του δεσπότη τους. Δηλαδή, έφτασαν στο σημείο οι χριστιανοί να ζητήσουν την προστασία του οθωμανού καταχτητή, έναντι του χριστιανού δεσπότη τους.
Επιπλέον κατέκλεψε τα μοναστήρια, όπως του Δουσίκου, πήρε (άγνωστα ποσά) χωρίς ομολογίες, δανεικά και αγύριστα.9
Έκανε επίσκοπο Σταγών έναν καλόγερο από το Δούσικου και του πήρε 30.000 γρόσια. Σε λίγο καιρό τον άλλαξε και έκανε Δεσπότη Σταγών τον Άνθιμο, όπως ζήτησε ο «αφέντης» του Αλή Πασάς.
Την ώρα που οι ραγιάδες Ρωμιοί πεινούσαν, δυστυχούσαν και βασανίζονταν, ο ανώτερος κλήρος καλοπερνούσε εξασφαλίζοντας την εξουσία στους αφέντες τους κατακτητές.
Ενώ από τη μία μεριά δουλοπρεπής η στάση του στον Αλή πασά, τον Βελή, τον Δράμαλη αλλά και άλλους Οθωμανούς, αντίθετα στους επαναστατημένους Έλληνες με προκηρύξεις, φοβέρες και την άμεση παρέμβασή του τους παροτρύνει να υποταχθούν10.
Ο Δράμαλης τον χρησιμοποίησε για να σταματήσει την επανάσταση στο Πήλιο, κάτι που το κατάφερε με τους τουρκόφιλους Πηλιορείτες κοτσαμπάσηδες.
Μια κορυφαία εκκλησιαστική προσωπικότητα, μορφή της Επανάστασης του 1821, ο Επαναστάτης, ο Φιλικός και αρχιμανδρίτης, Άνθιμος Γαζής, μας τα επιβεβαιώνει γράφοντας προς τους Κουντουριωταίους: «…Ο (δεσπότης) Λαρίσης όμως περιφέρεται εις τα χωρία και ζητεί μπερτεμέ αδρόν από όσους έμειναν εκεί, δια να θεραπεύσει τους φίλους του». Και αναρωτιέται: «Ε! εις ποίους ποιμένας έμεινε το δυστυχές Γένος μας!»11 Σε άλλο γράμμα στον καπετάν Αλέξανδρο Κριεζή, μεταξύ των άλλων γράφει: «…ότι ο Μητροπολίτης της Λαρίσης ο Αγιουτάντες (= ο υποστηριχτής) του Μαχμούτ Πασά, επήγεν εις την πατρίδα μου, ταις Μηλιαίς, και αφού άνοιξεν την βιβλιοθήκην μου, η οποία είχεν υπέρ τας 10.000 βιβλία, επήρεν όσα του ήρεσαν, τα δε λοιπά τα άρπαξαν οι κακοί, και δεν άφησαν μέσα εις εν μεγαλοπρεπές κτίριον του σχολείου μας, μήτε βιβλίον, μήτε φόρεμα, μήτε άλλο τι, ώστε και ταις κλειδωνιαίς έβγαλον οι απάνθρωποι και τουρκόφρονες».12
Καταλήγοντας τέλος -μέσα στα πλαίσια που ο χώρος της εφημερίδας μάς επιτρέπει- πως η κατάληξη του Πολύκαρπου ήταν προδιαγεγραμμένη, όσο και αν προσπάθησε ο ίδιος να υπηρετήσει δουλικά και δοσιλογικά τον αφέντη του. Η Επανάσταση του ’21, η αλαζονική εν γένει συμπεριφορά του και πολλά άλλα γεγονότα, ήταν καταλυτικά για την εκτέλεσή του «δι’ αποκεφαλισμού», που εφαρμόζονταν κυρίως στους ευγενείς. Μία συνήθη μέθοδο που εφάρμοζαν οι Οθωμανοί στους ηγήτορες -λαϊκούς και κληρικούς-όχι μόνο στους επικεφαλήςαπό το Ρωμέικο «μελέτι», αλλά και στους ίδιους τους Οθωμανούς.
Διαχρονικό το μήνυμα και το δίλημμα για τον λαό μας είναι: Με τους επαναστάτες και αγωνιστές της λευτεριάς σαν τον Άνθιμο Γαζή ή με δοσίλογους, γδάρτες του λαού και αντεπαναστάτες, σαν τον Πολύκαρπο Μπιθικούκη;
1. Παπα – Σπύρου Ν. Ζέγκου, ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ ΤΟΥ ΔΑΡΔΑΝΟΥ…, Εν Αθήναις 1927, σ.30.
2. Η Αρχιεπισκοπή Λάρισας είχε φτάσει να έχει μέχρι 9 επισκοπές.
3. ΑΡΧΕΙΟ ΑΛΗ ΠΑΣΑ, Γενναδείου Βιβλιοθήκης, ό.π.,τ. Β΄, έγγραφα [546] σ.159-162.
4. Παπα – Σπύρου Ν. Ζέγκου, ό.π., σ.31.
5. Τσιράκι, τον έλεγε ο Μακάριος. Παπα – Σπύρου Ν. Ζέγκου, ό.π., σ.12.
6. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ, Ανωνύμου του Έλληνος, εκδ. Ποντίκι, σ.97.
7. ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ,(1759-1824) αντιγραφείσαι παρ’ εμού του Ιωάννη Οικονόμου Λαρισαίου 1823: Ιουλίου 25: Λάρισα», Αθήνα 1964.
8. ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ, ό.π., σ.179-186.
9. Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τ. 41, Λάρισα 2002, Βασίλης Σπανός, σ.149.
10. Από αρχείο Γ. Οικονομίδου-Αγιολαυρεντινού. Δημοσιεύτηκε στα «Θεσσαλικά Χρονικά», τόμ. ΙΙΙ (1933), σελ. 109.
11. «Αρχεία Κουντουριωταίων», τ. Α’, 11-12./ Γιάνης Κορδάτος, Ιστορίατης Επαρχίας Βόλου και Αγιάς, εκδ. 20ος Αιώνας, Αθήνα 1960, σ.702.
12. Γιάνης Κορδάτος, ό.π., σ. 704.