Στην απαγόρευση συνάθροισης άνω των τριών ατόμων, με αφορμή την πρόσφατη 47η επέτειο, το ΚΚΕ δήλωσε αγωνιστικά παρών (παρά τις τότε επιφυλάξεις του για την εξέγερση), ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε -στην πράξη- θέση ημιανάπαυσης, ενώ το Μέρα25 παρευρέθη με βασικό αίτημα την προστασία της δημοκρατίας. Ο προσωρινός, έστω, αποπροσανατολισμός από τα φλέγοντα (ευθύνες για την εξέλιξη της πανδημίας και οι επιπτώσεις της στην οικονομία, ελληνοτουρκικά) επιτεύχθηκε.
Η αυθόρμητη, όμως, και ακομμάτιστη εξέγερση των φοιτητών τον Νοέμβρη του ‘73 δεν είχε καμιά σχέση με τους διαγκωνισμούς, τις δήθεν αγωνιστικές συμπεριφορές και τα επικοινωνιακά παίγνια των σημερινών πολιτικών κομμάτων. Διότι το Πολυτεχνείο συνόψιζε αυθεντικά το γενικευμένο, πλέον, αίτημα για πτώση της χούντας και εξέφραζε τη διάθεση των νέων να απαγκιστρωθούν από τις αγκυλώσεις, την εσωστρέφεια και τον συντηρητισμό της κοινωνίας εκείνης της εποχής. Εξέφραζε, ακόμη, την πρόθεσή τους να απεγκλωβίσουν την πολιτική ζωή της Ελλάδας από το προχουντικό καθεστώς των παρεμβάσεων του παλατιού, από την εκτεταμένη κομματική φαυλότητα και τους πελατειακούς μηχανισμούς της ΕΡΕ (πρωτίστως) και της Ένωσης Κέντρου.
Έκτοτε, βέβαια, κύλησε πολύ νερό στον Πηνειό. Μπορεί να υπήρξαν σημαντικά επιτεύγματα (ένταξη στην ΕΟΚ, δημοψήφισμα για τη βασιλεία, κοινωνική απελευθέρωση, ανάπτυξη Εθνικού Συστήματος Υγείας, ένταξη στην ΟΝΕ, είσοδος της Κύπρου στην ΕΕ και στην ευρωζώνη, δημιουργία υποδομών κοκ) αλλά ο «μαυρογιαλουρισμός» ως στοιχείο λειτουργίας των βουλευτικών γραφείων και των νεόδμητων κομμάτων όχι απλώς επιβίωσε αλλά κυριάρχησε. Κυριάρχησε και κατέστειλε, σχεδόν, κάθε απαίτηση για αξιοκρατία στην ελληνική κοινωνία καθώς τα κόμματα εκφυλίστηκαν σε οικογενειακά φέουδα και πεδία ανταγωνισμού ισχυρών συμφερόντων με αφανείς χρηματοδοτήσεις. Απέκτησε μάλιστα άλλες διαστάσεις καθώς τα προσωπικά ρουσφέτια μετεξελίχθηκαν, σταδιακώς, σε τεχνικές διαχείρισης ομάδων πίεσης εκτρέφοντας, με αυτό τον τρόπο, τον ακατάσχετο συντεχνιασμό και καθηλώνοντας (και πάλι) τη χώρα σε νέα πολιτική και πολιτισμική υστέρηση.
Έτσι, ενώ ο ευρωπαϊκός περίγυρος προχωρούσε γρήγορα εμείς απλώς «σερνόμασταν» και κάποια στιγμή βρεθήκαμε σε καταστάσεις αυξημένης δυσαρμονίας μαζί του που μας οδήγησαν στο να αιτούμεθα το έλεός του. Άλλωστε, όλα αυτά είναι που μας οδήγησαν στην πλήρη, σχεδόν, αποδυνάμωση φέρνοντάς μας, ακόμη μια φορά, σε κατάσταση υποτέλειας της οποίας το τίμημα εκκρεμεί ακόμη στο Αιγαίο, στην Κύπρο και πιθανόν στην Θράκη. Κι όλα αυτά είναι που εξανέμισαν την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στην Πολιτική και στους πολιτικούς την οποία (εμπιστοσύνη) κόμισε η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Για τον λόγο αυτό η εμπιστοσύνη στην Πολιτική και στους δημοκρατικούς θεσμούς, 47 χρόνια μετά, είναι και πάλι αιτούμενο της ελληνικής κοινωνίας.
Με αυτό τον τρόπο, λοιπόν, η πολιτική μας εκπροσώπηση, κατά την περίοδο των «γόνων», ισοφάρισε, σχεδόν, σε εθνικές ζημιές, τη χούντα που κατέρρευσε, τελικώς, υπό το βάρος της Κυπριακής τραγωδίας. Επιπροσθέτως, με την οικονομική κατάρρευση οδήγησε σε τεράστια αύξηση την ανεργία των νέων με όλες τις συνέπειες που κατά καιρούς αναλύσαμε. Αυτό το γνωρίζουν βέβαια καλύτερα οι «εξόριστοι» νέοι μας που αγωνίζονται να επιβιώσουν- σε συνθήκες μάλιστα πανδημίας- στα πέρατα της οικουμένης καθώς η πατρίδα τους, αιχμάλωτη του νέο-κοτζαμπασισμού, είναι αδύναμη ή και αδιάφορη να τους προσφέρει βιώσιμες λύσεις.
Το έλλειμμα εμπιστοσύνης, όμως, στην Πολιτική και στην εκπροσώπησή της μεγεθύνεται όχι μόνο στην πατρίδα μας αλλά και παγκοσμίως. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι ποικίλοι και συνδέονται με την πλήρη επικράτηση του νεο-καπιταλιστικού προτύπου. Η ανεξέλεγκτη δύναμη των επονομαζόμενων «αγορών»-η οποία ενισχύεται περαιτέρω από τον έλεγχο εκ μέρους τους της νέας τεχνολογικής επανάστασης-απαιτεί και επιβάλλει την υποταγή της πολιτικής στα κελεύσματά τους έστω κι αν αυτό διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό δημιουργώντας τεράστια χάσματα ακόμη και στις ΗΠΑ. Αυτό, εξάλλου, επισημαίνει ο Μπαράκ Ομπάμα στο υπό κυκλοφορία βιβλίο του: «Οι εκλογές από μόνες τους δεν θα λύσουν το πρόβλημα της Αμερικής. Ανησυχώ για τη δημοκρατία μας που είναι έτοιμη να πέσει σε κρίση η οποία έχει τις ρίζες της στη σύγκρουση μεταξύ δύο οραμάτων για το τι είναι η Αμερική».
Οι νέοι, που πολλές φορές και σήμερα -όπως και στην περίοδο της χούντας- τους αδικούμε με τις κρίσεις μας, οσμίζονται τα επερχόμενα αδιέξοδα που δημιουργούνται από την κλιματική επιδείνωση, από τη βίαιη «εισβολή» νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία και από τις διευρυνόμενες ανισότητες και αρχίζουν να αμφισβητούν, να οργανώνονται και να αντιδρούν. Το είδαμε να συμβαίνει παλαιότερα στο Παρίσι με την εξέγερση των νεαρών αφρικανών εμιγκρέδων, το είδαμε ξανά με τα κίτρινα γιλέκα, το παρατηρήσαμε στις κινητοποιήσεις της Γκρέτα Τούνμπεργκ. Αισιοδοξούμε ότι θα το δούμε σύντομα να εκφράζεται, με πιο συγκροτημένο τρόπο, ως απαίτηση για επανακαθορισμό των προτεραιοτήτων της ανθρωπότητας σε έναν πλανήτη που θα είναι βιώσιμος.
Σε ένα τέτοιο παγκόσμιο κίνημα των νέων που θα μπορούσε να σημάνει το τέλος της απληστίας των ισχυρών και την αρχή για τη δημιουργία ενός πιο δίκαιου κόσμου θα ηχούσαν περιττοί, μάλλον, οι στίχοι του ποιητή: «Αντισταθείτε σ’ αυτόν που χαιρετάει από την εξέδρα, ώρες ατέλειωτες, τις παρελάσεις. Αντισταθείτε στα εργοστάσια πολεμικών υλών, σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια στα θούρια. Ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ αντισταθείτε. Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την Ελευθερία».