Κωλέττη, φρόντισε να φυλακίσει τον Κολοκοτρώνη (πώς θα αποβιβαζόταν διαφορετικά ο Ιμπραήμ ανενόχλητος στον Μοριά;), να αναγκάσει τον Καραϊσκάκη να υπογράψει δήλωση μετανοίας και ν’ αποκηρύξει έτσι μετά βδελυγμίας το αρματολό και αμαρτωλό του παρελθόν (ευτύχημα τελικά για το έθνος ο ελιγμός αυτός του στρατηγού), και να δολοφονήσει με τον πιο ειδεχθή και βάρβαρο τρόπο τον Ανδρούτσο, τον μοναδικό οπλαρχηγό που θα μπορούσε όχι μόνο να σταματήσει την προέλαση των Τούρκων, αλλά και να στείλει τον Κιουταχή στον αγύριστο.
Έτσι, ο Τούρκος Σερασκέρης το καλοκαίρι του 1826 με την πτώση της Αθήνας γίνεται κυρίαρχος ολόκληρης σχεδόν της Ρούμελης και στρέφει πλέον την προσοχή του στην εξουδετέρωση του Καραϊσκάκη μετερχόμενος κάθε μέσο. Ο τελευταίος πασχίζει στην Ελευσίνα με νύχια και με δόντια να οργανώσει στρατό από το χάος και να προκαλέσει στον Κιουταχή τη μία νίλα μετά την άλλη. Και βασανίζεται μέρα και νύχτα να ξεσηκώσει την προσκυνημένη Ρούμελη ξανά στα άρματα και να σταματήσει διά παντός τις συνεχείς ιταμές προκλήσεις των Τούρκων. Στις αρχές Αυγούστου, λοιπόν, του 1826 εντελώς απροσδόκητα δέχεται πρόσκληση να πάει στη γαλλική ναυαρχίδα του Δεριγνύ, που ήταν αραγμένη στη Σαλαμίνα.
Δίχως χρονοτριβή παίρνει μαζί του τον πιο σπουδαγμένο γραμματικό του Χρηστίδη, που ήξερε και ξένες γλώσσες, τον Χελιώτη και τον Γιαννίτση, Ψαριανό καπετάνιο του μπρικιού που βρισκόταν στην Ελευσίνα. [Το σχετικό περιστατικό και τον διάλογο που ακολουθεί τα αναφέρει ο Δ. Φωτιάδης, (Καραϊσκάκης. Έκδοση 2η, Αθήνα 1957)].
Και σαν ανέβηκαν στη φρεγάδα και τους οδήγησαν στο σαλόνι, ο στρατηγός έμεινε έκπληκτος, καθώς δίπλα στον Δεριγνύ αντίκρυσε θρονιασμένους δύο πασάδες. Έκαμε πως δεν τους γνώρισε και χαιρέτησε μονάχα τον Γάλλο ναύαρχο. Κι όπως γύρισε και κάθισε ο Δεριγνύ του παρατήρησε:
- Δεν χαιρετάς, στρατηγέ, τους Βεζίρηδες;
- Δεν ξέρω ποιοι είναι....
Του αποκρίνεται. Κι αμέσως ο γραμματικός του Κιουταχή, Έλληνας εκ Τρικάλων, του απαντά:
- Είναι ο Ρούμελης Βαλεσή (=Κιουταχής) και ο Ομέρ Πασάς.
- Ας είναι καλά....
Έκαμε με δυσφορία ο Καραϊσκάκης και σηκώθηκε να τους χαιρετήσει. Τον αντιχαιρέτησαν οι Πασάδες και, όπως κάθισε, μίλησε αμέσως ο Κιουταχής:
- Πώς τα περνάς, Καραΐσκο;
- Καλά, πασά μου!
- Δεν έλπιζα να πάρεις τόσο κόσμο στον λαιμό σου. Έλεγα πως θα ‘ρθεις στα Μπιτόλια να με προσκυνήσεις.
- Εγώ να σε προσκυνήσω; Ρούμελης Βαλεσής εσύ (=αρχιστράτηγος), Ρούμελης Βαλεσής και εγώ...
- Σου δίνω όλα τα Βολαέτια από τον Έγριπο ως την Άρτα...
- Γιατί, πασά μου, θέλετε το άδικό μας και δεν μάς αφήνετε να ζήσουμε και εμείς στον τόπο που γεννηθήκαμε;
- Πάντα με το σπαθί μας τον είχαμε και με το σπαθί μας τον ξαναπαίρνουμε!
Θα τονίσει με θρασύτητα ο Κιουταχής:
- Μαζί σας οι Έλληνες ψωμί να ματαφάνε δεν γίνεται!
Θα του απαντήσει περήφανα ο Καραϊσκάκης, ενώ ο Κιουταχής γύρισε αμέσως την κουβέντα του, μια και σκοπός του ήταν να τον προσκυνήσει ο στρατηγός.
- Καραΐσκο, πώς σου φάνηκε ο χτεσινός μας πόλεμος; Τέτοιον δεν ματαέκαμα!
- Να σου πω: Μου 'λεγε ο ένας πως έχεις πενήντα χιλιάδες κι ο άλλος ογδόντα χιλιάδες ασκέρι. Για να δω πόσους έχεις αληθινά, ήρθα να σε ξεπατήσω και τώρα, όπου σ’ έμαθα, πασά, καρτέρα με!
- Μακάρι. Το 'χω μεράκι μαζί σου καθημερινά να πολεμώ και το βράδυ να 'ρχεσαι στο τσαντίρι μου να τρωγοπίνουμε.
- Δεν γίνεται, βεζίρη μου, αυτό, γιατί αν ήξερε η Διοίκησή μου πως κάθομαι και κρένω τώρα μαζί σου, με κρέμαγε και μένα και τις δεκαπέντε χιλιάδες οπού 'χω στη Λεψίνα...
(Ο Καραϊσκάκης δεν είχε τότε ούτε πέντε χιλιάδες στρατό. Καυχήθηκε όμως πως έχει δεκαπέντε, για να βάλει σε έγνοιες τον Κιουταχή).
- Και πώς μπορεί να σε κρεμάσει;
Ρώτησε ειρωνικά ο Τούρκος.
- Εσένα ο Σουλτάνος σε κρεμάει;
- Με κρεμάει γιατί τον έχω βασιλιά μου.
- Ε, και μένα με κρεμάει η κυβέρνησή μου, γιατί την έχω βασίλισσά μου...
Χαμογέλασε ο Κιουταχής και σηκώθηκε να φύγει πρώτος. Ο Καραϊσκάκης γύρισε αμέσως στον Ρωμιό προδότη, που είχε γραμματικό του ο Κιουταχής.
- Βόλια έχω για τον Κιουταχή σου, βόλια μονάχα.
Αν ως εκείνες τις μέρες ο Τούρκος Σερασκέρης έτρεφε κάποιες ελπίδες, σε λίγους μήνες στο Κερατσίνι, όταν ο στρατός του αποκρούστηκε από τον Καραϊσκάκη και ο ίδιος ο Κιουταχής έγινε αποδέκτης της καθ’ όλα λεβέντικης αθυροστομίας του αντιπάλου του, τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι με τον Καραϊσκάκη δεν γίνεται να παίζει κανείς εν συ παικτοίς. Ο Ρουμελιώτης καπετάνιος δεν δείλιαζε μπροστά σε καμία πρόκληση ενάντια στην Εθνική ακεραιότητα της Ελλάδας! Απ’ όποιον κι αν προερχόταν! Κι αν ζούσε σήμερα, ο Ερντογάν και η παρέα του δεν θα αυθαδίαζαν για πολλούς και διάφορους λόγους.
Εξάλλου και τότε και τώρα όλοι οι Τούρκοι αξιωματούχοι γνωρίζουν άριστα -δυστυχώς οι πιο πολλοί των Ελλήνων δεν το γνωρίζουν- ότι ο Καραϊσκάκης συν τοις άλλοις, τους δειλούς στρατιώτες του, τους ανάξιους, τους συκοφάντες, αλλά και τους Τούρκους αιχμαλώτους, τους φόραγε προς ταπείνωση των ιδίων και προς τέρψη των παλικαριών του το περιβόητο βρακί της Κατερίνας! Ήταν ένα γυναικείο παλιόβρακο που το κουβάλαγε πάντα μαζί του και κάθε φορά το χρησιμοποιούσε αναλόγως. Κι όπως το φοβόταν τότε οι Κιουταχήδες, έτσι ακριβώς θα το φοβόταν και σήμερα οι ριψάσπιδες, οι συκοφάντες και οι αρνητές του έθνους, αλλά και οι Τούρκοι που ονειρεύονται γαλάζιες πατρίδες. Όλοι αυτοί, είναι βέβαιο, πριν προβούν σ’ οποιαδήποτε κίνηση, θα έβλεπαν μπροστά τους τον Ρουμελιώτη πολέμαρχο με το εν λόγω βρακί ανά χείρας.
Για την Ομάδα Ιστορικής Έρευνας “Δημ. Αγραφιώτης”
Οδυσσέας Β. Τσιντζιράκος