το μέλλον.
Οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι όλο αυτό το διάστημα επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους στην επικοινωνία, άλλοτε για «άμυνα» μπροστά στις ευθύνες τους, άλλοτε για αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης στις εύλογες απορίες γιατί συνέβησαν όλες αυτές οι καταστροφές και πώς θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, όμως σε κάθε περίπτωση, απέφυγαν συγκεκριμένες δεσμεύσεις για το τι θα πράξουν στο μέλλον. Ουσιαστικά δεν κάνουν καμία επιστημονική αξιολόγηση του τι έγινε και πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί η καταστροφή, αλλά με τη διάχυση των ευθυνών και το θόλωμα του τοπίου αποφεύγουν να εξηγήσουν τις αδυναμίες του συστήματος προστασίας και να φανεί πώς μπορούν να διορθωθούν βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Από την πλευρά μας, επιστήμονες και φορείς, οφείλουμε να αναλύσουμε τα στοιχεία και τις καταστάσεις και να προσφέρουμε στην κοινή γνώμη τεκμηριωμένα συμπεράσματα και όχι γενικότητες και αοριστολογίες.
1. Αρχίζουμε από τα κλιματικά φαινόμενα. Σύμφωνα με στοιχεία του Αστεροσκοπείου Αθηνών (δες Καθημερινή, 27/9/2020), το ημερήσιο ύψος βροχής στις 18/9 στο Μουζάκι ήταν 254 χιλιοστά, ενώ στην Καρδίτσα αντίστοιχα 191. Για να κρίνει κανείς το μέγεθος του φαινομένου και της πιθανότητες επανεμφάνισής του, κατά τα έτη 2011 - 2019 παρουσιάστηκαν σε 13 τουλάχιστον περιπτώσεις, σε διάφορες περιοχές της χώρας, βροχοπτώσεις μεγαλύτερου ύψους (257 - 417 χιλιοστά/ημέρα), τρεις από τις οποίες το 2019! Ας σημειωθεί επίσης ότι στο διάστημα 2016-2020 έκαναν την εμφάνισή τους στη χώρα μας 4 μεσογειακοί κυκλώνες (σαν τον «Ιανό»).
Συνεπώς οι υπερβολές που ακούσαμε όλο αυτό το διάστημα για «θεομηνία χιλιετίας», «εξαιρετικά σπάνιο», «πρωτόγνωρο» κ.λπ. αποπροσανατολίζουν τους πολίτες και δεν βοηθούν την κοινωνία να οργανωθεί αναλόγως για το μέλλον.
Πρώτο συμπέρασμα είναι ότι η Θεσσαλία είναι ευάλωτη και ανοχύρωτη απέναντι σε έντονα κλιματικά φαινόμενα που, ειδικά στις μεσογειακές χώρες, αναμένεται να είναι τακτικά επαναλαμβανόμενα και πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτά.
2. Όπως προέκυψε από τις δημόσιες τοποθετήσεις των τοπικών παραγόντων που έχουν την ευθύνη για τη διαχείριση των καταστάσεων, όπως αυτή του κυκλώνα, υπήρξε σοβαρό πρόβλημα συντονισμού, έλλειψης σχεδίου, αναποφασιστικότη- τας σε αναγκαίες άμεσες δράσεις και άλλα πολλά. Όταν δημόσια οι αρμόδιοι προσπαθούν να μεταφέρουν τις ευθύνες ο ένας στον άλλον (π.χ. ποιος είναι αρμόδιος για τον καθαρισμό των ποταμών, ποιος αποφασίζει για καθαίρεση αναχωμάτων σε έκτακτες συνθήκες, γιατί δεν καθαιρέθηκαν έγκαιρα τα πρόχειρα φράγματα της αρδευτικής περιόδου κ.ά.), αυτό σημαίνει ότι πολλές ενέργειες που έπρεπε να έχουν προηγηθεί δεν έγιναν.
Ουσιαστικά ο μηχανισμός πολιτικής προστασίας ήταν ανέτοιμος και κατώτερος των περιστάσεων. Και επειδή παρατηρούμε ότι άρχισαν ήδη σε κάποιες περιπτώσεις κλήσεις για προανάκριση, θεωρούμε ότι η ποινικοποίηση, όπως συμβαίνει συνήθως, επί της ουσίας δεν θα οδηγήσει πουθενά.
Δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι οι τοπικοί πολιτικοί μας εκπρόσωποι οφείλουν να εκπονήσουν, να ανακοινώσουν και να έχουν έτοιμο για την επόμενη φορά ένα ολοκληρωμένο και εγκεκριμένο σχέδιο προστασίας, να συντηρούν συστηματικά τις υποδομές και να μην ψάχνουν αιφνιδιασμένοι, κατά την κρίσιμη ώρα, ποιος και τι πρέπει να κάνει.
3. Η ασφάλεια της Θεσσαλίας από τα νερά δεν περιορίζεται μόνο όταν έχουμε βροχοπτώσεις, κυκλώνες και πλημμυρικά φαινόμενα. Εξίσου σημαντικό, ίσως, ειδικά για την οικονομία, είναι και οι αναμενόμενες παρατεταμένες ανομβρίες και οι ξηρασίες που απειλούν τον μεσογειακό νότο.
Και όπως αναφέρουν οι ερευνητές (ενδεικτικά: Συμβούλιο ΣΕΒ για τη βιώσιμη ανάπτυξη - Καθημερινή, 6/9/2020) «..Η διαθεσιμότητα του νερού αναμένεται να μειωθεί στις περιοχές Νότιας Ευρώπης», ενώ οι βροχοπτώσεις στον νότο «αναμένεται (να μειωθούν) μέχρι και 15%» και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι «απαραίτητα έργα υποδομής για την αναπλήρωση του χαμένου υδατικού δυναμικού».
Η Θεσσαλία αναμφισβήτητα αποτελεί τυπικό παράδειγμα για όλα τα παραπάνω. Συνεπώς τρίτο συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι χωρίς έργα συγκέντρωσης των χειμερινών απορροών, είτε στη λεκάνη Πηνειού (περιφερειακοί ταμιευτήρες), είτε στη λεκάνη Αχελώου (ταμιευτήρας Σκοπιάς και μεταφορά μέσω της ήδη διανοιγμένης σήραγγας), η περιοχή μας, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη στη χώρα μας, εκτίθεται σε τεράστιους κινδύνους. Οι πολιτικές ευθύνες όσων, εδώ και χρόνια, αμελούν για την ολοκλήρωση ημιτελών ή/και ένταξη νέων υδατικών έργων, είναι τεράστια. Και για να προλάβουμε, ας μη μας πούνε πάλι γενικά ότι «κάνουμε πολλά έργα», αλλά ας μας παρουσιάσουν επιτέλους ένα ολοκληρωμένο σχέδιο με προοπτικές υλοποίησης για τα αναγκαία έργα, καθώς και ένα σχέδιο άμεσων δράσεων και μέτρων σε περίπτωση λειψυδρίας.
Και φυσικά να αποδείξουν έμπρακτα ότι διεκδικούν την υλοποίηση των έργων αυτών και όχι, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, τα έργα που όλοι αναγνωρίζουν ως κρίσιμης σημασίας, στην πράξη να μην προχωρούν, ούτε καν να περιλαμβάνεται η χρηματοδότησή τους σε πρόγραμμα ένταξης.
Η αλήθεια είναι ότι όλες οι Κυβερνήσεις των τελευταίων ετών (συμπεριλαμβανομένης και της σημερινής) κινήθηκαν στο ίδιο μοτίβο, αυτό της στασιμότητας και εγκατάλειψης της Θεσσαλίας στην τύχη της, σε όλους τους τομείς που προαναφέραμε.
Συνεπώς στα θέματα αυτά δεν υπάρχουν περιθώρια για πολιτικές ή κομματικές προτιμήσεις.
Οπότε το τέταρτο και τελευταίο συμπέρασμα είναι πως μόνο με πολιτική πίεση, από όλους τους φορείς και πολίτες της Θεσσαλίας, υπάρχει πιθανότητα να βρουν ανταπόκριση οι προτάσεις μας, να εξασφαλίσουμε μελλοντικά την ασφάλεια από καταστροφικά φαινόμενα και να δουν, τουλάχιστον οι επόμενες γενιές, προκοπή στην περιοχή μας.*Αρχοντής Δημήτρης, πρ. δήμαρχος Καρδίτσας
* Γέμτος Φάνης, ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
*Μπαρμπούτης Τάσος, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Δ.Σ. ΕΘΕΜ