διπλό κύκλο του χορού (μια σειρά για τις γυναίκες και μια για τους άνδρες), πιασμένοι χέρι – χέρι (και μάλιστα σφιχτά, γιατί ο καθένας ήξερε το παρατσούκλι του άλλου), συμβόλιζε (γιατί τώρα δεν συμβολίζει) και ταυτόχρονα δυνάμωνε (γιατί τώρα δεν δυναμώνει) την ενότητά τους ως μέλη της ίδιας κοινότητας. Δυνάμωνε το δέσιμο, το αγκάλιασμα και την ενότητα, γιατί ο Θεός τους είχε δώσει και την ευλογία και τη δύναμη, να πρέπει όλοι μαζί μονιασμένοι να αντιμετωπίσουν και τις χαρές, αλλά και τις λύπες. Αυτό που χαρακτήριζε και χαρακτηρίζει γενικά τους ντόπιους ανά περιοχή χορούς ήταν και είναι οι περιορισμένες και συγκρατημένες κινήσεις. Ο τρόπος εκτέλεσης διέφερε ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες. Τα βήματα των γυναικών ήταν στρωτά και μικρά, χωρίς πηδήματα και καθίσματα. Λίκνισμα του σώματος και αυτό που γίνεται σήμερα δεν υπήρχε. Το κεφάλι παρέμενε σκυμμένο ως ένδειξη σεμνότητας και το δεξί τους χέρι συνήθως ήταν ή ανεβασμένο μπροστά ή λύγιζε στη μέση. Αντίθετα οι άνδρες χορευτές είχαν την άνεση να κινηθούν λίγο πιο έντονα, πάντα όμως με συγκρατημένες και λίγες κινήσεις . Το ελεύθερο δεξί χέρι τους μπορούσε να κινείται μπρος – πίσω, τεντωμένο ή λυγισμένο και να ακουμπάει στον αυχένα ή τη μέση του. Τον χορό τον ξεκινούσε πάντα ο παπάς του χωριού, αφενός μεν γιατί τον εκτιμούσαν και τον σέβονταν όλοι και αφετέρου για να δώσει την απαιτούμενη ιερότητα στην κάθε εκδήλωση, στην κάθε γιορτή ή στο πανηγύρι. Στη συνέχεια ακολουθούσαν οι γεροντότεροι και από εκεί και πέρα και οι άλλοι κατά σειρά ηλικίας. Αυτός που χόρευε πρώτος έδινε τον ρυθμό και την πορεία του χορού. Ήταν δηλαδή αυτό που λέμε <<ο καθοδηγητής του χορού>>. Η ικανότητά του ήταν το να μπορεί με το σώμα του <<να συνομιλεί με τα όργανα >>, γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να συνομιλεί και πράγματι συνομιλούσε! Να μπορεί με το σώμα του να δείχνει χορεύοντας ότι είναι ερωτευμένος με τη μουσική και το κάθε τραγούδι που παράγγελνε, ότι νοσταλγεί, ότι επιθυμεί, ότι αυτό που τώρα κάνει, το κάνει με μεράκι και με αγάπη. Ξεκινούσε συνήθως πρώτα με τσάμικο, μετά με αργά για να “γυρίσει” στη συνέχεια σε πιο γρήγορους ρυθμούς και στο τέλος φρόντιζε συχνά σε αυτοσχεδιασμούς και σε έναν απολαυστικό και γρήγορο “διάλογο” με τον κλαριντζή , διότι εκείνη τη στιγμή εμπνέονταν και δένονταν μεταξύ τους ο ένας με τον άλλον, γίνονταν ‘’ένα σώμα μια ψυχή’’. Ο μεν οργανοπαίχτης διότι είχε απέναντί του έναν πολύ καλό χορευτή (ο καλός ο κλαριντζής παρακολουθούσε πάντοτε τα βήματα και τις κινήσεις του), αλλά και διότι τον είχε ανταμείψει και καλά (έβγαζε και του έδειχνε τις άδειες τσέπες του παντελονιού του και ήταν σαν να του έλεγε : ‘’Χαλάλι σου βρε μπαγάσα, μου τα πήρες όλα’’). Εκεί έβλεπες και τα κεράσματα του κλαριντζή από τους συγγενείς του πρωτοχορευτή, να πάνε ‘’σύννεφο’’. Ο δε πρωτοχορευτής διότι ήταν ενθουσιασμένος και ευχαριστημένος από την όλη διαδικασία του εκπληκτικού παιξίματος των τραγουδιών από αυτόν και από τον καλό χορό που και ο ίδιος έκανε. Όλο αυτό λοιπόν είχε σαν αποτέλεσμα μέσα τους να παρακαλάνε και οι δύο να μη τελειώσει ο συγκεκριμένος χορός . Αυτό το πράγμα γινόταν και με τον επόμενο και σιγά – σιγά περνούσε η ώρα και έφτανε ορισμένες φορές ο χορός να διαρκέσει μέχρι τις πρωινές ώρες της επόμενης μέρας. Περιττό να σας πω ότι το κρασί και το τσίπουρο ξεκινούσε και έρρεε άφθονο από τον πρώτο και έφτανε στον τελευταίο του χορού με μια κανάτα και ένα ποτήρι . Τα κύρια προσόντα του οργανοπαίχτη ήταν να παίζει δυνατά (δεν υπήρχαν τότε μεγάφωνα) για να ακούγεται σε όλη την πλατεία, αλλά και σε όλο το χωριό. Να αντέχει να παίζει για ώρες και πολλές φορές για μέρες, να γνωρίζει τα τοπικά τραγούδια και το τοπικό μουσικό ύφος, αλλά και τις ιδιαίτερες χορευτικές προτιμήσεις των χορευτών. Ακόμη, προσόν ήταν η ικανότητά του να δίνει χρώμα στη μελωδία και να χρησιμοποιεί με δεξιοτεχνία τα διάφορα τσακίσματα και τα τοπικά γυρίσματα. Μα πάνω από όλα ήταν απαραίτητο για όλη την κομπανία, να έχει τα λαϊκά βιώματα της ιδιαίτερης πατρίδας της , γιατί οι περισσότερες κομπανίες συνήθως ήταν από την περιοχή (έρχονταν βέβαια κατά διαστήματα και άλλες κομπανίες από άλλες περιοχές).
Αν δηλαδή η κομπανία είχε τέτοιους καλούς οργανοπαίχτες, σίγουρα δεν θα έμενε ποτέ άνεργη και όχι μόνο για αυτό το λόγο, αλλά και γιατί παλιά ο κόσμος της περιοχής παρά την καθημερινή του κούραση και παρά το δύσκολο για εκείνα τα μέρη αγώνα για επιβίωση, πάντα έβρισκε τον τρόπο και τον χρόνο και να μιλήσει ο ένας με τον άλλον και να καταλάβει ο ένας τα προβλήματα του άλλου και να γλεντήσει και να χαμογελάσει και να ευχαριστηθεί και έχει ο Θεός για την επόμενη μέρα. Τα μουσικά όργανα που συνήθως χρησιμοποιούσαν οι κομπανίες ήταν το κλαρίνο, το βιολί, το λαούτο και το ντέφι. Στη συνέχεια θα μου επιτρέψετε να επισημάνω το εξής : Το πρώτο χρέος μας είναι όλα αυτά που παραλάβαμε από τους γονείς μας, από τις γιαγιές και τους παππούδες μας και όσο ζούμε να τα σώσουμε από την επερχόμενη καταστροφική παγκοσμιοποίηση και να τα φωτίσουμε (αυτό κάνω εγώ σήμερα) και το δεύτερο χρέος μας είναι να τα παραδώσουμε και να τα εμπιστευτούμε στα παιδιά μας, με την ελπίδα ότι αφενός μεν (θέλω να πιστεύω) θα τα διατηρήσουν και αφετέρου για να τους εμπλουτίσουμε το πολιτιστικό τους κεφάλαιο και θησαυροφυλάκιο. Τελειώνοντας θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα απλό συμπέρασμα όλων αυτών που παραπάνω σας περιέγραψα. Μιλάμε για την εικόνα του ‘’ΧΘΕΣ’’ γιατί , όλη αυτή η απλότητα και η αγνότητα , όλη αυτή η ομαδικότητα, όλες αυτές οι κοινωνικές εκδηλώσεις, οι ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές , ο χορός και το πανηγύρι σε παρέσερναν στο ορμητικό ρυάκι της μουσικής, της χαράς, της ψυχικής αγαλλίασης και της ευχαρίστησης της ζωής και περίμενες πότε θα έλθει ξανά αυτή η μέρα (πιστέψτε με, σας το λέω και συγκινούμαι) που όλα αυτά θα τα ξαναζήσεις και θα τα απολαύσεις ξανά ! Όλο αυτό θύμιζε μια κυψέλη πολιτισμού της περιοχής.