π.Χ. Για την ολοκλήρωσή του συνεργάστηκαν οι κορυφαίοι αρχιτέκτονες Ικτίνος και Καλλικράτης και πιθανόν ο γλύπτης Φειδίας που είχε την ευθύνη του γλυπτού διάκοσμου. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο έγινε η πρώτη μετατροπή του ναού σε χριστιανική εκκλησία της Αγίας Σοφίας και έγιναν κάποιες παρεμβάσεις. Επί φραγκοκρατίας ο Παρθενώνας αποδόθηκε στην Εκκλησία της Ρώμης και έγινε ναός Λατινικός. Κατά τον 17ο αιώνα, επί Τουρκοκρατίας έγινε τζαμί και απέκτησε μιναρέ.
Μετά την επανάσταση του 1821 και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους έγινε κατανοητό ότι όλες αυτές οι επεμβάσεις αιώνων είχαν αλλοιώσει τη φυσιογνωμία του ναού και σταδιακά αφαιρέθηκαν ό,τι πρόσθετο είχε γίνει, επαναφέροντας στο μέτρο του δυνατού, μετά και την τελευταία αναστήλωση, την αρχική εικόνα του μνημείου. Σήμερα εξακολουθεί να προκαλεί τον θαυμασμό επειδή ακριβώς μας θυμίζει το μεγαλείο της εποχής που χτίστηκε. Σήμερα οποιαδήποτε σκέψη για άλλη χρήση του Παρθενώνα ή οποιαδήποτε παρέμβαση, θα αντιμετωπιζόταν το λιγότερο ως γελοία.
Ο Παρθενώνας ήταν, είναι και θα είναι πάντα ένας αρχαιοελληνικός ναός προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. Οποιαδήποτε άλλη μετατροπή του ή άλλη χρήση του, απλά αλλοιώνει τον αρχικό του χαρακτήρα και αφαιρεί, χωρίς να προσθέτει, αίγλη από το μνημείο. Οποιαδήποτε αλλαγή του τρόπου χρήσης ή λειτουργίας του μνημείου ή αισθητικές παρεμβάσεις είναι απλά Λάθος. Τα όσα μνημεία μας έχουν κληροδοτηθεί από το παρελθόν έχουν την αξία τους γιατί μας διδάσκουν για εκείνες τις εποχές. Μας θυμίζουν τα όνειρα εκείνων των ανθρώπων, τους κόπους τους, τις φιλοδοξίες τους. Πρόκειται για έργα που με την καλλιτεχνική τους αρτιότητα συγκινούν διαχρονικά όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως τόπου κατοικίας. Είναι η σύνδεση ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, ένα διαρκές κάλεσμα προς τους ανθρώπους του παρόντος να δημιουργήσουν κάτι παρόμοια όμορφο. Αποτελούν παγκόσμια κληρονομιά όλων μας. Οποιαδήποτε παρέμβαση θα πρέπει να θεωρείται απαράδεκτη.
Φανταστείτε, για παράδειγμα, στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης και της πρόσβασης σε κάθε πληροφορία, το Ταζ Μαχάλ (κτιριακό συγκρότημα που βρίσκεται στην Ινδία και χτίστηκε ως Μαυσωλείο για τη γυναίκα του αυτοκράτορα το 1631) να μετατρεπόταν σε βουδιστικό ναό με όλες τις ανάλογες κτιριακές αλλαγές. Φανταστείτε το Στοουνχέντζ (νεολιθικό μνημείο που βρίσκεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και ανάγεται στην εποχή του Χαλκού, το 2.500 π.Χ.) να μετατρεπόταν σε χριστιανική εκκλησία. Φανταστείτε τις Πυραμίδες της Αιγύπτου ή τις Παγόδες της Ιαπωνίας να μετατρεπόταν σε ναούς κάποιας συγκεκριμένης θρησκείας. Φανταστείτε τα κτίσματα των Μάγια και των Αζτέκων να τα είχαν μετατρέψει οι άποικοι της Αμερικής σε κάθε είδους εκκλησία. Τα μνημεία θα είχαν αλλοιωθεί και θα είχαν χάσει κάθε σύνδεση με το παρελθόν κτίσης τους.
Οι παραπάνω παρεμβάσεις, αν ποτέ γίνονταν, θα σήμαιναν αδιαφορία για το μνημείο. Θα σήμαιναν έλλειψη γνώσης και κατανόησης της αξίας του ως μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Θα σήμαιναν αδιαφορία για την Ιστορία και θα ήταν ένα μελανό σημείο στην πορεία της ανθρωπότητας. Θα σήμαιναν επιστροφή σε μεσαιωνικές λογικές και πρακτικές, που όλοι μας θέλουμε να ξεχάσουμε. Θα σήμαιναν περιφρόνηση προς την ιστορία και την ψυχολογία των λαών, που οι πρόγονοί τους έχτισαν αυτά τα μνημεία.
Ανεξάρτητα με το πού βρίσκονται σήμερα τα μνημεία, οι λαοί που τα έχουν στην κατοχή τους οφείλουν να τα σεβαστούν. Οφείλουν να αναδεικνύουν την ιστορία τους και όχι να την αλλοιώνουν. Οφείλουν να δείχνουν έμπρακτα ότι τα εκτιμούν και ότι αναγνωρίζουν πως αποτελούν κτήμα όλης της Οικουμένης.
Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε και το εξής: όποιος επιθυμεί την υστεροφημία του ονόματός του και τη δόξα της πατρίδας του, όποιος είναι άξιος, χτίζει νέους Παρθενώνες. Δεν προσπαθεί να αντλήσει δόξα και αίγλη από τους ήδη χτισμένους Παρθενώνες.
Από τον Νίκο Τάχατο, φιλόλογο