πρόσωπο του τρόμου και τη δυναμική μιας πανδημίας. Ήταν απολύτως κατανοητό πως η μοναχική καθημερινότητα της πρωτεύουσας, που αδιάκοπα μαχόταν τα εικοσιτετράωρα αιτούμενη παράταση χρόνου, όφειλε να συμμορφωθεί με τη θεωρία του πλουραλισμού κάτω από το κεραμίδι της οικογενειακής εστίας στο πλαίσιο μιας πρωτόγνωρης αδράνειας.
Ο πρώτος καφές ήταν πικρός. Η γλυκιά του γεύση ξεμπρόστιαζε ενοχλητικά την ταραχή μου, κυρίαρχο συναίσθημα, που περιοδικά αντάλλασε τα σκήπτρα με τον φόβο. Φτιαγμένος γεμάτος αγάπη από τα μητρικά χέρια άφηνε την ίδια άσχημη αίσθηση καθημερινά ορίζοντας το ξημέρωμα σε έναν κόσμο, που φάνταζε σταματημένος. Μοναδική συντροφιά ένα παλιό βιβλίο, μία άψυχη ύπαρξη υπενθύμιση της επιθυμίας για αποστασιοποίηση, και το άγχος της απώλειας να μεταμορφώνεται σε διάχυτο εκνευρισμό κι επιθετικότητα. Κάπως έτσι η απεχθής μοναξιά αποκτούσε υπόσταση σε μία ακούσια προσπάθεια να αντιμετωπίσω τους δικούς μου δαίμονες, που έσβηναν τη μορφή των αγαπημένων μου στα αβυσσαλέα σκοτάδια της αιωνιότητας.
Άνοιξα τα μάτια κι αντίκρισα τη σιωπή. Σκιές φωτός άφηναν το αποτύπωμά τους παραβιάζοντας τον προσωπικό μου χώρο μέσα από τις περσίδες του παραθύρου. Στο βάθος μία εικόνα κενή κι Εκείνη με απόκοσμη γαλήνη να ατενίζει τη μαγεία της φύσης, καθώς σήμαινε το χάραμα. Άρχισα να χαρίζω αθανασία σε μία στιγμή κάλλους φυλάγοντάς την, όμως, μακριά από κάθε υπόνοια ζωής χρωματικών εξάρσεων, σαν μία δειλή προσπάθεια έκφρασης συναισθημάτων, αλλά κι αποστασιωποιημένης επικοινωνίας με κάποια έμψυχη παρουσία. Ξανάνοιξα τα μάτια κι αντίκρισα ομορφιά. Στεκόταν πάλι εκεί, πίσω από τις ακαθόριστες μολυβιές πιστή στο ραντεβού της με την αυγή. Κοίταξα κι εγώ μαζί της. Στάθηκα μπροστά στον φίλο των παιδικών μου αναμνήσεων, ακούμπησα τα δάχτυλά μου στα πλήκτρα του κι αρχίσαμε να πιτσιλάμε με νότες αποχρώσεις σε ένα τοπίο, που είχε ανάγκη πνοής.
Η ημέρα ήρθε πρώτη για εμένα. Σαν πλατωνικός δεσμώτης μυήθηκα στα άδυτα της πραγματικότητας ελκόμενη από τη μεθυστική μυρωδιά του ήλιου, που με ωθούσε να αποδράσω από το κελί του ψυχισμού μου κλείνοντας την πόρτα του δωματίου πίσω μου. Τα βήματά μου σταθερά σε ένα περιβάλλον γνώριμο, μα αρκετά διαφοροποιημένο από το οικείο μου κέλυφος, κέρδιζαν σε κάθε τους πάτημα την εμπιστοσύνη του συνειδητού επιτρέποντας την παρουσία συνοδοιπόρου. Το σώμα μου ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της γης. Κάθισε δίπλα, πιστή συντροφιά, εναποθέτοντας τη γούνινη σάρκα της ανάμεσα στα χέρια μου. Την αγκάλιασα τρυφερά. Η έμπρακτη ανταλλαγή συναισθημάτων ύψιστη ανάγκη. Γέμισα το κενό της βιβλιοθήκης με το αγαπημένο μου ανάγνωσμα. Η συμπαράστασή του πια αντικαταστατή.
Ο ήχος της καφετιέρας διέκοψε τον ειρμό μου παραμερίζοντας τη συγγραφική μου πένα. Στο τραπέζι δύο κούπες προδίδοντας μια υποβόσκουσα τάση κοινωνικότητας ξεφυσούσαν αδιάκοπα αχνιστό καπνό. Παρέμεινα εκεί στραμμένη προς το φως. Πλήρως δοσμένη στις απαιτήσεις της ρουτίνας αδυνατούσα ανέκαθεν να διακρίνω τα όρια του ουρανού, όπως και τη γεωμετρία των γειτονικών οικημάτων με τη συμμετρική τους διάταξη διακοπτόμενη από την πράσινη ζωοφόρα ύπαρξη, που συγκρατούσε ανά διαστήματα το υγρό στοιχείο. Αφιέρωσα τον εαυτό μου σε λεπτά μοναχικού στοχασμού, αφορμή παρατήρησης δεδομένων λεπτομερειών συνειδητοποιώντας την αξία της παύσης από το ατέρμονο κυνηγητό του χρόνου. Έστρεψα το βλέμμα μου προς Εκείνη. Γνέφοντας συγκαταβατικά στην πρόσκλησή της ανταπέδωσα το χαμόγελο. Ήδη ζέσταινε την ψυχή της με σταγόνες, που είχαν φτιαχτεί, για να γλυκάνουν δύο στόματα.
Μνήμες παλιές ξεχασμένες σε χρονοντούλαπα. Το παρελθόν διεκδικούσε δυναμικά τη θέση του στο παρόν μέσα από φωτογραφίες με βερμπαλιστική διάθεση, που πρόδιδαν μυστικά του μυαλού και της ψυχής. Αφεθήκαμε σε ένα ταξίδι με τερματικό σταθμό την επιλογή μίας και μόνο εικόνας, προσωπικό ορόσημο βαθιά χαραγμένο στους αέναους χτύπους του ρολογιού. Κοίταξα τις παλάμες της κι αντήχησε κραυγή από πνευμόνια, που γέμιζαν για πρώτη φορά οξυγόνο. Οι ίδιες έσφιγγαν το καθρέφτισμά μου ελαφρώς διαφοροποιημένο, με χαρακτηριστική την αγνότητας της βρεφικής καρδιάς. Δάκρυσα. Παρακινούμενη από παρορμητισμό παραμέρισα κάθε σημάδι αλλοτινής εποχής κι εκπληρώνοντας την πιο κρυφή της επιθυμία, την οδήγησα σε ένα ελπιδοφόρο μέλλον με χορευτικούς βηματισμούς προβάλλοντας την ίδια επιμονή με Εκείνης, όταν επιχειρούσα τους παρθενικούς μου διασκελισμούς.
Ξημέρωσε Άνοιξη. Έτρεξα στο κατώφλι κι εξέπνευσα δυνατά να τη σκορπίσω στον υπόλοιπο κόσμο. Το σπίτι στολίστηκε χρώματα, που μοσχοβολούσαν ευφορία, παρασέρνοντας στο μελωδικό τους τραγούδι κάθε υπόνοια μελαγχολικού σκιρτήματος. Αφουγκράστηκα τη θαλπωρή διάχυτη να παρασέρνει στο πέρασμά της αναμνήσεις μοναχικών τάσεων μεταμορφώνοντας το απρόσωπο κρατητήριο σε στοργική φτερούγα θηλυκού γένους, άτρωτο περίβλημα γαλήνης κι ασφάλειας. Με σκέπασε. Προτάσσοντας το κορμί της ασπίδα σε κάθε απειλή έγειρε πλάι μου, με αγκάλιασε και παραδόθηκε στις ασίγαστες περιηγήσεις της ουράνιας απεραντοσύνης.
Ένας μήνας στη σκιά της απώλειας μού φανέρωσε το φως της ζωής. Του ρυθμικού αυτού παλμού, πίσω από τους χτύπους του οποίου ο απατηλός χρόνος προσπαθεί να κρύψει τους δικούς του, απόπειρα αποσυμφόρησης ευθυνών και βασάνων. Ένας μήνας στο σπίτι ήταν αρκετός για να συστηθώ με τον εαυτό μου, να γνωρίσω τη μητέρα μου κι Εκείνη εμένα. Αυτός ο ένας μήνας μού δίδαξε πως μοναδικό δεδομένο της θνητής μας φύσης είναι ο θάνατος κι η παρουσία του στο τέλος της διαδρομής είναι κι ο λόγος για να δημιουργήσεις ένα όμορφο πέρασμα από τον κόσμο, προτού τον συναντήσεις.
Από τη Δέσποινα Κρικέλη, πτυχιούχο Κλασικής Φιλολογίας – εκπαιδευτικό