Σε κάποιο σημείο ο αρθρογράφος, για να τονίσει την αναποτελεσματικότητα της διδασκαλίας της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας, τη συγκρίνει με τη φοίτηση σε ένα φροντιστήριο της γειτονιάς όπου ένα παιδί μαθαίνει με πρόγραμμα τριών ωρών την εβδομάδα τα αγγλικά σε βαθμό που του επιτρέπει να επικοινωνεί με αγγλόφωνους. Θεωρώ ότι η σύγκριση είναι πέρα για πέρα ατυχής, αν δεν υποκρύπτει κάτι σοβαρότερο. Λογικά, η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας από τα ελληνόπουλα θα μπορούσε να συγκριθεί από άποψη σκοπού, διδακτικής μεθόδου και αποτελεσματικότητας μόνο με την εκμάθηση της Νέας Ελληνικής ως ξένης γλώσσας από ένα παιδί άλλης εθνικότητας. Εκτός και αν ο κ. Μπασλής θεωρεί τα Αρχαία Ελληνικά… ξένη γλώσσα!
Το συγκεκριμένο διδακτικό αντικείμενο δεν απέδωσε, ισχυρίζεται ο κ. Μπασλής, με τον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται εδώ και δεκαετίες, ούτε έναν μαθητή ικανό να διαβάζει τον Αισχύλο από το πρωτότυπο και να τον κατανοεί. Το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών ήταν και είναι ένα μάθημα που γίνεται, απλώς για να γίνεται. Επιπλέον, πάντα κατά τον ίδιο, δεν είδε μέχρι σήμερα το φως της δημοσιότητας μια άλλη, επιστημονικά τεκμηριωμένη διδακτική του μαθήματος και σίγουρα όχι με τη διαδικασία που προβλέπει το επιστημονικό πρωτόκολλο (έρευνα, δημοσίευση σε σχετικά επιστημονικά περιοδικά, ώστε να υποστεί τη ζύμωση της κριτικής κτλ.).
Θα συμφωνήσω με τον αρθρογράφο για την αναποτελεσματικότητα του μαθήματος και θα επιβεβαιώσω ότι πράγματι κανένας εγγράμματος δεν είναι ικανός να κατανοεί το αρχαίο δράμα από το πρωτότυπο. Θα επισημάνω όμως ότι αυτό θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητο, αφού ένα τέτοιο επίπεδο αρχαιογνωσίας δε θα έπρεπε ποτέ με βάση την κοινή λογική να αποτελέσει ρεαλιστικό γλωσσικό στόχο του συγκεκριμένου διδακτικού αντικειμένου.
Αποτέλεσε όμως! Και συνεχίζει, δυστυχώς, να αποτελεί: «Με τη διδασκαλία της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας στο Ενιαίο Λύκειο επιδιώκεται: […] Να διευρυνθεί και να βαθύνει η γνώση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, […]» (βλ. Π.Ι., Οδηγίες για τη Διδασκαλία των Φιλολογικών Μαθημάτων στο Λύκειο). Ένας τόσο αόριστα και υπέρμετρα φιλόδοξος στόχος έχει τόσες πιθανότητες να πραγματωθεί όσες και να σωθούν οι Εβραίοι τηρώντας απαρέγκλιτα και τις Δέκα Εντολές.
Νομίζω ότι εδώ, στον ουτοπικό και ανέφικτο γλωσσικό στόχο του μαθήματος, και δευτερευόντως στη μέθοδο, η οποία άλλωστε καθορίζεται με βάση τον στόχο, βρίσκεται η ρίζα της αποτυχίας του μαθήματος. Πιστεύω ότι είναι πια καιρός, να αντικαταστήσουμε το δόγμα «Αρχαία Ελληνικά για τα Αρχαία Ελληνικά», με το δόγμα «Αρχαία Ελληνικά για τα Νέα Ελληνικά»! Και, φυσικά, να αναπροσαρμόσουμε ανάλογα τη διδακτέα ύλη και τη διδακτική του αντικειμένου.
Αν μάλιστα σ’ αυτό που εννοούμε λέγοντας «Αρχαία Ελληνικά» συμπεριλάβουμε και κείμενα άλλων ιστορικών φάσεων της αδιάκοπης εξέλιξης της γλώσσας μας, μπορούμε να ελπίζουμε ότι το γλωσσικό μάθημα θα μπορέσει να λειτουργήσει κάποτε ως βασικός πυλώνας της γενικής παιδείας που το σχολείο οφείλει να προσφέρει σε όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά μας. Χωρίς γλωσσική παιδεία δεν υπάρχει μόρφωση. Και χωρίς «φιλική συνεννόηση» με τις προγενέστερες φάσεις της γλώσσας μας είναι αδύνατη η δημιουργική χρήση της σύγχρονης και δυναμικά πάντοτε εξελισσόμενης Κοινής Νεοελληνικής.
Την ικανότητα να κατανοούν τον Αισχύλο απευθείας από το πρωτότυπο ας την αφήσουμε για τους ολίγους που θα αποφασίσουν να «μονάσουν» στο Όρος των απέραντων γλωσσολογικών σπουδών. Για τους πολλούς ας προσπαθήσουμε να εξασφαλίσουμε μια πιο στέρεη κατάρτιση στη μητρική τους γλώσσα.
Το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών δεν πρέπει, εν κατακλείδι, να καταργηθεί, αλλά να αναπροσανατολιστεί. Και, ασφαλώς, δεν μπορεί να αντικατασταθεί από τα «Αρχαία από μετάφραση». Αυτό είναι ένα αναγκαίο μάθημα πολιτισμού, που, παράλληλα με το αντίστοιχο γλωσσικό, θα πρέπει να συνεχίσει να ενισχύει την αρχαιογνωσία των μαθητών και να εμπλουτίζει τη γενική τους παιδεία.
Ιδού, λοιπόν, πεδίον λαμπρόν και προοπτική ουσιαστικής εθνικής προσφοράς για τους ειδικούς επιστήμονες της γλώσσας. Αυτοί όμως επιμένουν, δυστυχώς, να σπαταλούν την επιστημοσύνη τους σε έναν ατέρμονα εμφύλιο χαρακωμάτων.
Και όσο θα εξακολουθεί να συμβαίνει αυτό, η γλώσσα θα παραμένει το προσφιλές θύμα μυωπικών δοκιμών, αυθαίρετων επεμβάσεων και επικίνδυνων πειραματισμών.
Από τον Κώστα Ντόλκο, φιλόλογο