Ήταν α) ορφανός πατρός- ο παππούς αρρώστησε και πέθανε στην Κατοχή β) άνευ περιουσίας- τα μουλάρια τους, με τα οποία δούλευαν ως μεταφορείς, «κυρατζήδες», επιτάχθηκαν απ’ τον Στρατό για τον πόλεμο της Αλβανίας γ) άνευ πατρικής οικίας- την έκαψαν κι αυτήν οι Γερμανοί, όπως και όλο το χωριό για να αποκόψουν τον ανεφοδιασμό των ανταρτών της Πίνδου.
Οπότε, τι είχαμε τι χάσαμε.
Καμιά φορά, λέω μέσα μου, είναι καλύτερα να ξεκινάς από το μηδέν... Είναι ακριβώς η λογική του βρεγμένου που περπατά άφοβα μέσα στη βροχή. Ο βρεγμένος τολμά, ο στεγνός το σκέφτεται, διστάζει. Κάθεται κάτω απ’ τη μαρκίζα και βλέπει τις ευκαιρίες να περνούν σαν τα μικρά ρυάκια που σχηματίζει η βροχή.
Στη μεταπολεμική Λάρισα, όπως μου έχουν διηγηθεί, ξεβράστηκε με τον ίδιο τρόπο ένα μεγάλο κύμα από αυτήν τη μαρίδα που είχε ένα και μοναδικό πρόβλημα: το... στομάχι. Επιβίωσαν. Δούλεψαν, δωδεκάχρονα- δεκατριάχρονα παιδιά, ποια παιδική εργασία μου λες εσύ τώρα και κολοκύθια, μπήκαν μαστοράκια σε γκαράζ και μηχανουργεία, πιάστηκαν γκαρσονάκια, λάντζα, παραμάγειροι σε εστιατόρια, μπακαλόγατοι, πλανόδιοι, κάνανε δουλειές του ποδαριού, άμα πεινάς δεν διαλέγεις. Και η φάπα από τον μάστορα, οι φωνές, τα χαστούκια, ακόμη και οι κλωτσιές, να πέφτουν σύννεφο.
Γιατί άμα δεν τη φας τη φάπα σου πώς θα μάθεις – η «παιδαγωγική» της εποχής ήταν μία, καθολική και αδιαπραγμάτευτη: ξύλο !
Το ξύλο, η εκμετάλλευση, το ζόρι, με δύο λόγια η πιάτσα, η πραγματική ζωή, σε ξυπνάνε. Και όλα αυτά τα «αγριμάκια», μα έτσι, μα αλλιώς, πρόκοψαν. Σε μια δύο δεκαετίες, και ειδικά από το ’60 και μετά, βρέθηκαν άλλοι με δικά τους μαγαζιά, άλλοι με μικρές βιοτεχνίες, άλλοι τεχνίτες και μάστορες ταχτοποιημένοι, άλλοι σοφέρια με δικά τους φορτηγάκια. Δεν τα κονόμησαν, αλλά με την πολλή δουλειά, με το πολύ «αχ και βαχ», ζούσαν καλά. Όσο να πεις, ένα ταβερνάκι κάθε Σαββατόβραδο για να βγάλουν την κυρά, το σήκωναν... Μην σου πω ότι τα καλοκαίρια έστελναν την οικογένεια να κάνει και τα μπάνια της στον Πλαταμώνα!
Ο δικός μου άνοιξε, από το 1958 ακόμη, ένα συνοικιακό «γαλακτοζαχαροπλαστείο». Τι άλλο ήξεραν οι Βλάχοι από το να δουλεύουν το γάλα, τα τυριά και τα γιαούρτια; Χόρτασε το τομάρι του δουλειά. Από τα ξημερώματα που έτρεχε στα μαντριά να μάσει το γάλα, ως τα μεσάνυχτα που έκλεινε το μαγαζί. Κι από κοντά όλη η οικογένεια.
Καμιά φορά, πάνω στη φούρια της δουλειάς, όταν από κακή πρόβλεψη σώνονταν τα «τσουμπλέκια», οι πλαστικοί κεσέδες δηλαδή των γιαουρτιών, έτρεχε και τηλεφωνούσε πανικόβλητος:
- Άγγελε... Έλα... Τρεις παρτίδες και γρήγορα... Τι σε δύο μέρες; Αύριο στείλ’ τα... Καιγόμαστε...
Ο Άγγελος Τσερέπας, από τα παιδιά της δυσκολεμένης Λάρισας κι αυτός, είχε ένα μικρό μαγαζάκι «στην οδός Βόλου», βιοτεχνία δεν το έλεγες ακριβώς, όπου είχε βάλει αρχικά μια μηχανή και έβγαζε πλαστικά. Κυπελλάκια, ποτηράκια, σακούλες, ό,τι θες. Η Λάρισα, στο μεταίχμιο των δεκαετιών ’60 και ’70 μεγάλωνε, μοντερνοποιούταν και ανακάλυπτε τη γοητεία (βασικά την... ευκολία) του πλαστικού μιας χρήσης. Μέχρι κι ο «Όλυμπος» είχε σταματήσει την εμφιάλωση γάλακτος σε γυάλινα μπουκάλια αντικαθιστώντας τα με πλαστικά, γεγονός που θεωρήθηκε – τότε- μεγάλη... καινοτομία.
Ο κύριος Άγγελος, λοιπόν, κατέφτανε την άλλη μέρα με ένα μικρό φορτηγάκι και ξεφόρτωνε αγκομαχώντας τα τσουμπλέκια, έχοντας προφανώς... ξενυχτήσει για να προλάβει την παραγγελία του πατέρα μου που ήταν, εκ χαρακτήρος, άνθρωπος «της τελευταίας στιγμής». Ο Άγγελος... Σαν να τον βλέπω...
Ένας άνθρωπος κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, όπως όλη σχεδόν η Λάρισα τότε που η δουλειά ήταν χειρωνακτική. Δεν είχε τότε «εξ αποστάσεως» εργασία, δεν είχε κομπιούτερ και άλλα τέτοια σημερινά χαϊλίκια.
Τότε, εσύ παρήγαγες το προϊόν, εσύ στεκόσουνα όρθιος μπροστά στη μηχανή, εσύ το συσκεύαζες, εσύ έπαιρνες παραγγελίες, εσύ το μετέφερες στον πελάτη, τα μικρομάγαζα δηλαδή της Λάρισας.
Όλα περνούσαν από την πλάτη μιας γενιάς που... έβαλε πλάτη, στην κυριολεξία κι όχι σαν σχήμα λόγου.
Δεν λέω, τραβάνε ζόρια τα παιδιά μας και σήμερα... Έχουν άγχος. Υπάρχει ανεργία. Οι παγκόσμιες συνθήκες αλλάζουν στο άψε σβήσε. Σου προκύπτει ένας ιός και σε στέλνει αδιάβαστο επιχειρηματικά. Κρίση οικονομική, τράπεζες, δάνεια, νεύρα, νεύρα, που όλο και κάπου θα ξεσπάσουν, φωνές, δύσκολες διαπροσωπικές σχέσεις, διαλυμένες οικογένειες, μετανάστευση... Πίκρα. Αλλά και οι προηγούμενοι; Μην τα ξεχνάμε επειδή τα χρόνια έχουν περάσει...
Και ξαφνικά, η βιοτεχνία «Λαριπλάστ», ως βιομηχανία πλέον, γίνεται πρώτο θέμα! Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επικοινωνεί με τον συνεχιστή της οικογένειας, τον Γιάννη Τσερέπα, που συνεργάστηκε με τον Αχιλλέα Νταβέλη- άλλη οικογένεια χαμηλής οικονομικής αφετηρίας που τράνεψε κι αυτή– και ενθαρρύνει το εγχείρημά τους με τις μάσκες.
Ξαφνικά; Ασφαλώς και όχι. Δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με μια περίπτωση καιροσκόπων που άδραξαν την ευκαιρία να τα κονομήσουν κατασκευάζοντας χειρουργικές μάσκες... Μικρή η Λάρισα και ξερόμαστε όλοι καλά μεταξύ μας. Έτσι κι αλλιώς η «Λαριπλάστ» με εργοστάσια στην Ελλάδα και τη Γαλλία, είναι εδώ και κάποια χρόνια παγκόσμια δύναμη στον χώρο της με εξαγωγές σε Ευρώπη και Αμερική, στις πιο δύσκολες αγορές του κόσμου. Ναι... Η μικρή βιοτεχνία της οδού Βόλου. Το μαγαζάκι του κυρίου Άγγελου, που ο διάδοχός του απογείωσε με πολύ σκληρή δουλειά δεκαετίες ολόκληρες, πάντα με χαμηλές πτήσεις, πάντα αθόρυβα, σχεδόν ταπεινά. Και πάντα διατηρώντας το όνομα «Λαριπλάστ», σαν από μια ασύνειδη επιθυμία να μην αποκοπεί ποτέ από τη ρίζα, την οικογενειακή παράδοση κι απ’ τον τόπο που αυτή φύτρωσε, τη Λάρισα.
Δεν περίμενε ασφαλώς ο Τσερέπας τον κορονοϊό για να γίνει κάποιος, ούτε ο Νιτσιάκος να σκοτωθεί σε ένα παράλογο ατύχημα για να συστηθεί μετά θάνατον στο ελληνικό κοινό. Οι Καντώνιες με την κλωστοϋφαντουργία και τα αλουμίνια, οι Σαράντηδες με τα γάλατα, Τσαγκούληδες, Ντριγκόγιες, Σαϊτηδες με τα τρόφιμα, οι Παπαγιάννηδες με τους χαλβάδες, αυτοί και τόσοι άλλοι πετυχημένοι -από το μηδέν- Θεσσαλοί, σου διηγούνται με την παρουσία τους πως πέρα απ’ την τύχη και τη συγκυρία, πέρα από την προσωπική ικανότητα, είναι η συνέχεια, η υπομονή και τα προσεκτικά βήματα που γράφουν επιτυχημένες οικογενειακές ιστορίες.
Κυρίως, είναι η προσήλωση στον στόχο. Να φχαριστιέσαι τη δουλειά, να φτιάχνεσαι με την επιτυχία σαν κάθε δημιουργικός άνθρωπος και όχι με τη «λεζάντα» και τη δημοσιότητα που συνήθως τέρπει τους θορυβώδεις τενεκέδες.... Έτσι κι αλλιώς έρχεται κάποια στιγμή που οι μάσκες πέφτουν. Για όλους.
Ξεκουράσου κύριε Άγγελε εκεί που βρίσκεσαι... Εδώ κάτω τα πράγματα, σε διαβεβαιώνω, πάνε θαυμάσια...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr