Σήμερα οι απειλές έχουν πολλαπλασιαστεί: επαναλαμβανόμενες πανδημίες, κλιματική και οικολογική κρίση, υπερπληθυσμός, διατροφικοί κίνδυνοι από την εντατικοποίηση παραγωγής κρέατος, αυξανόμενες ανάγκες για νερό και φυσικούς πόρους, «εισβολή» ρομποτικών συστημάτων και αυτοματισμών στην παραγωγική διαδικασία, επικίνδυνες αλλαγές ισορροπιών από τη μετατόπιση ισχύος λόγω παγκοσμιοποίησης κοκ. Όλα αυτά φέρνουν τον άνθρωπο σε επισφαλή θέση στον πλανήτη Γη.
Φυσικά, οι κίνδυνοι αυτοί είναι αλληλένδετοι, αλληλεπιδρούν και έχουν άμεση σχέση με τον τρόπο ζωής μας και οι περισσότεροι ήταν ορατοί διά γυμνού οφθαλμού στους ειδικούς, αλλά παρά τις προειδοποιήσεις τους χρειάστηκε να εμφανιστεί η παρούσα πανδημία για να αρχίσουμε να τις λαμβάνουμε σοβαρότερα υπόψη. Είναι, όμως, σχεδόν βέβαιο ότι θα επανέλθουμε στο καταστροφικά ασύδοτο καταναλωτικό μας παρελθόν μόλις ο κ. Τσιόδρας -και οι αντίστοιχοι ειδικοί επιστήμονες αλλού- σφυρίξουν λήξη συναγερμού. Ο ισχυρισμός μας θα ήταν ίσως αβάσιμος αν δεν βλέπαμε τον κ. Τραμπ και άλλους ηγέτες στον πλανήτη να αμφισβητούν την ύπαρξη κλιματικής και οικολογικής κρίσης και αν δεν παρατηρούσαμε την ελαφρότητα με την οποία αντιμετώπισαν αρχικώς την ενσκήψασα πανδημία του κορονοϊού.
Ο Πρόεδρος, μάλιστα, των ΗΠΑ, επειδή νιώθει στριμωγμένος, εξαιτίας της στάσης του στο θέμα του Covid-19, άρχισε να δείχνει παντού τα «νύχια» του: στην Κίνα, στον Π. Ο. Υ., στους αιτούντες εργασία στη χώρα του, στους ανθρώπους γύρω του (τελευταίο «θύμα» ο Δρ. Φαούτσι) και φυσικά στους πολιτικούς του αντιπάλους. Όλα αυτά δεν θα μας απασχολούσαν εάν αφορούσαν μόνο στον ίδιο και τους σχεδιασμούς του για τις επικείμενες προεδρικές εκλογές. Οι αποφάσεις του, όμως, επηρεάζουν όλους μας και ως πολιτικός που εκπροσωπεί το «παλαιό» (εταιρείες ορυκτών καυσίμων, βιομηχανίες που στηρίζονται σε αυτά και βιομηχανίες όπλων) συντηρεί το «τοξικό» για τον πλανήτη καπιταλιστικό μοντέλο που μας πρόσφερε μεν ευημερία αλλά μας οδήγησε και στο χείλος της καταστροφής.
Το «παλαιό», όμως, εκπροσωπείται εν μέρει και από το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, το οποίο προσπαθεί ταυτόχρονα να εκφράσει και τις νέου τύπου αναδυόμενες (μετά από το 1970) επιχειρηματικές δυνάμεις στο εσωτερικό της υπερδύναμης (αλλά και παγκοσμίως) που σχετίζονται με τις νέες τεχνολογίες και το διαδίκτυο. Οι επιχειρήσεις αυτού του τύπου (Google, Apple, Microsoft, Facebook, Tesla, Amazon κ.λπ.) διαφοροποιούνται από το κλασικό παραγωγικό καπιταλιστικό μοντέλο (εντατικής κατανάλωσης ενέργειας) και είναι περισσότερο παροχής διαδικτυακών υπηρεσιών και χαμηλού ενεργειακού προφίλ. Η «τοποθέτηση» κεφαλαίων, πάντως, σε φορολογικούς «παραδείσους» αποτελεί τον κοινό παρονομαστή και τις ταυτόσημες πρακτικές τόσο του «παλαιού» όσο και του νέου επιχειρείν.
Εμβληματικός εκπρόσωπος αυτής της πλευράς της επιχειρηματικότητας στις ΗΠΑ είναι ο ιδρυτής και, έως πρόσφατα, πρόεδρος της Microsoft, ο διάσημος και με συχνές πολιτικές παρεμβάσεις, Μπιλ Γκέητς. Ο εν λόγω επιχειρηματίας ασχολείται και με κοινωνικά, επιστημονικά και πολιτικά θέματα που υπερβαίνουν -όπως και οι επιχειρήσεις του- τα όρια της πατρίδας του. Είναι, συνεπώς, ο εκπρόσωπος και της πολιτικής φάσης της λεγόμενης «Μεταδημοκρατίας». Ο όρος εκφράζει τις βαθύτερες οικονομικές και κοινωνικές διεργασίες και δυνάμεις της μετανεωτερικής περιόδου, οι οποίες αναζητούν πολιτική μορφοποίηση και έκφραση και που δεν θα συνιστούν κατ΄ ανάγκην πρόοδο στην τελική πολιτική τους έκφανση.
Τουναντίον, στις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, η παρακμή των κοινωνικών τάξεων συνδυάζεται με την ενίσχυση του παγκόσμιου καπιταλισμού και τη διεύρυνση των ανισοτήτων, ενώ οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ ταυτίζονται ολοένα και περισσότερο μεταξύ τους και εφαρμόζουν πολιτικά προγράμματα που απομακρύνονται συνεχώς από τους προβληματισμούς και τις ανάγκες των απλών ανθρώπων.
Με απλά λόγια η Πολιτική μετα(εκ)τρέπεται, όπως και στο βαθύτερο ιστορικό παρελθόν, σε ένα παίγνιο εξουσίας εναλλασσόμενων ολιγαρχικών ομάδων που θα καθορίζουν τον «λιτό-σε δικαιώματα-βίο» μας με την «πειθώ» της ισχύος και των οποίων η «τυραννία» θα διαιωνίζεται με τη συνδρομή των νέων τεχνολογικών εργαλείων καταστολής και με τον απόλυτο έλεγχο των ΜΜΕ.
Το μοντέλο αυτό μας είναι ήδη οικείο από τα διάσημα έργα του Έρικ Άρθουρ Μπλαίρ (Τζώρτζ Όργουελ: «Η φάρμα των ζώων» και το «1984»). Στο τελευταίο ο Όργουελ παραθέτει τη μοναχική και άνιση μάχη του ατόμου απέναντι σε ένα, στην ουσία, μονοκομματικό σύστημα που αποσκοπεί στον απόλυτο έλεγχο και στην κατάργηση κάθε ελευθερίας (έκφρασης κ.λπ.) εν ονόματι ενός απροσδιόριστου «ανώτερου σκοπού».
Θα μπορούσε, ωστόσο, το είδος μας, με αφορμή την καταστροφική για την οικονομία και για την ύπαρξή μας πανδημία αλλά και από τον ορατό κίνδυνο της οικολογικής κατάρρευσης, να κάνει την υπέρβαση και να αναζητήσει λύσεις οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, διαφορετικές από τις συνήθεις, στηριζόμενο στην ιστορική του εμπειρία και στη δημιουργική του φαντασία. Λύσεις που θα υπερβαίνουν τα θανάσιμα αμαρτήματα του ανθρώπου (απληστία, τάση για κυριαρχία) αλλά και την υπεροψία έναντι των άλλων ειδών. Λύσεις που θα νοηματοδοτούν με διαφορετικό τρόπο την ύπαρξή μας ώστε να μην εδράζεται στις υπερβολές της κατανάλωσης αλλά στον «λιτό βίο» και στην πνευματικότητα.
Το μοντέλο αυτό πρέπει, προφανώς, να στηρίζεται σε λελογισμένη ανάπτυξη ώστε να μην πληγώνει το φυσικό περιβάλλον, να μην «εξοστρακίζει» τα άλλα είδη και να διατηρεί θωρακισμένη τη Δημοκρατία. Διότι μόνο η θετική -παρά τις αδυναμίες και τα ελλείμματά της- εμπειρία μας από τη Δημοκρατία στον 20ό αιώνα θα μπορούσε, με τη συνδρομή της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, να αναζωπυρώσει το βαθύ αίτημα για αναζωογόνηση της Πολιτικής. Έτσι ώστε το είδος μας να αισθάνεται και να είναι ασφαλές εσαεί.
Από τον Δημήτρη Νούλα, Χημικό