Ο Μάρκος Δράκος γεννήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 1932 στην κατεχόμενη σήμερα Λεύκα Λευκωσίας και ήταν ένα από τα τρία τέκνα της οικογένειας του Κυριάκου και της Δέσποινας Δράκου, με ρίζες από τον Καλοπαναγιώτη και τη Βατυλή Αμμοχώστου. Από μικρό παιδί διακρινόταν για την αρετή του και για την πίστη του στον Θεό και την Ελλάδα. Αποφοίτησε από τη Σχολή Σαμουήλ το 1949 με βαθμό Άριστα.
Το 1952, σε ηλικία 20 ετών, έδωσε εξετάσεις και διακρίθηκε μεταξύ 300 υποψηφίων για τη θέση του λογιστή στην Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία. Την ίδια χρονιά, έγινε μέλος της Παγκύπριας Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (Π.Ε.Ο.Ν.). Η Π.Ε.Ο.Ν. λόγω των εθνικών της προσανατολισμών, μπήκε στο στόχαστρο του τότε Βρετανού Κυβερνήτη της Κύπρου, Ρόναλντ Άρμιτεϊτζ, ο οποίος έκλεισε τα κεντρικά της γραφεία. Η ενέργεια αυτή του Κυβερνήτη, πείσμωσε ακόμα περισσότερο τον νεαρό επαναστάτη.
Πήρε μέρος σε πολλές αντιβρετανικές διαδηλώσεις με αφορμή τη στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ. Ήταν επίσης ο επικεφαλής της ομάδας που διενήργησε την εντυπωσιακή δολιοφθορά στον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό Δεκέλειας, εξαιτίας της οποίας η Λευκωσία έμεινε για ώρες στο σκοτάδι.
Εντάχθηκε από πρώτους αντάρτες στις τάξεις της Ε.Ο.Κ.Α. Πολλοί τον χαρακτήρισαν ως τη Σημαία της Οργάνωσης. Πριν και μετά από κάθε μάχη έκανε την προσευχή του, διάβαζε και ανέλυε στους συναγωνιστές του την Αγία Γραφή. Το 1955 θα γίνει ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Διγενή, ο οποίος τον επιλέγει ως τον πρώτο που θα δώσει το σύνθημα για την έναρξη του αγώνα. Στις 12.30 τα ξημερώματα της 1ης Απριλίου 1955 ακούστηκαν οι πρώτες ισχυρές εκρήξεις. Ήταν εκείνες του Μάρκου Δράκου. Ο Δράκος, επικεφαλής της ομάδας «Αστραπή», ανατινάζει με απόλυτη επιτυχία την Κυπριακή Ραδιοφωνική Υπηρεσία, το μετέπειτα ΡΙΚ, που ήταν το μοναδικό ραδιόφωνο στην Κύπρο». Ο Μάρκος Δράκος έκοψε με ψαλίδι το αγκαθωτό σύρμα της περίφραξης και μπήκε πρώτος στον ραδιοσταθμό, με το περίστροφο προτεταμένο.
Πήρε μέρος και σε άλλες επιχειρήσεις, όπως την τοποθέτηση βόμβας στο σινεμά «Παλλάς», στις 24 Μάιου 1955. Σκοπός αυτής της επιχείρησης ήταν ο θάνατος του Κυβερνήτη Άρμιτεϊτζ. Μαζί του ήταν ο αγωνιστής Χαρίλαος Ξενοφώντος. Ωστόσο, ο ωρολογιακός μηχανισμός εξερράγη μετά τη λήξη της παράστασης και την αποχώρηση του Κυβερνήτη.
Τον Ιούνιο του 1955, ύστερα από προδοσία, συνελήφθη και κατηγορήθηκε για κατοχή σφαιρών. Κρατήθηκε στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας έως τις 15 Ιουλίου που μεταφέρθηκε στο Κάστρο της Κερύνειας. Όμως, δεν έμεινε με τα χέρια σταυρωμένα. Μαζί με άλλους 15 συναγωνιστές του σχεδίασαν την απόδρασή τους. Με τραγούδια και χορούς κατάφεραν να ξεγελάσουν τους Άγγλους φύλακες. Μέσα σε λίγα λεπτά θα βρεθούν ξανά ελεύθεροι στη θάλασσα της Κερύνειας, για να καταλήξουν στα βουνά του Κύκκου.
Εκεί ο Μάρκος σχημάτισε την πρώτη αντάρτικη ομάδα, με την ονομασία «Ουρανός» καταφέρνοντας συντριπτικά κτυπήματα κατά των Άγγλων. Μαζί του ήταν οι Χαράλαμπος Μούσκος, Ευτύχιος Σαλάτας, Χριστάκης Ελευθερίου, Λεύκιος Ροδοσθένους, Νίκος Σπανός, Ανδρέας Πολυβίου, Παύλος Νικήτας, Μίκης Φυρίλλας και ο πατήρ Σάββας που εκτελούσε κυρίως χρέη νοσοκόμου, συνδέσμου και συνοδού. Αργότερα, μέλη της ομάδας έγιναν και οι Ανδρέας Ζάκος, Νίκος Παστελλόπουλος, Γεώργιος Γεωργιάδης και Νίκος Ιωάννου.
Από τις 18 Ιανουαρίου 1956, η Ε.Ο.Κ.Α. κήρυξε την εξόρμηση, την οποία ονόμασε «Προς τη Νίκη», που περιλάμβανε ενέδρες και ένοπλες επιθέσεις εναντίον των αποικιοκρατών. Ακολούθησαν πολλές μάχες, όπως στο Μερσινάκι, τον Καλοπαναγιώτη, τον Κοκκινόγκρεμο και αλλού. Στην επιχείρηση στο Μερσινάκι, έπεσε ο πρώτος νεκρός αντάρτης της Ε.Ο.Κ.Α., ο Χαραλάμπος Μούσκος (εξάδελφος του Μακαρίου). Ο Μάρκος Δράκος συνέχισε να πολεμά εναντίον του αξιωματικού Κουμπ. Μάλιστα, ενώ είχε τραυματιστεί σοβαρά στο κεφάλι, κατάφερε να ξεφύγει και να συνεχίσει τον αγώνα του.
Η αντάρτικη δράση της ομάδας Δράκου ήταν από τις πιο πετυχημένες. Η σύλληψη όμως ενός μέλους της ομάδας Πολύκαρπου Γιωρκάτζη και η προδοσία την έφερε προ του τέλους της. Οι αποικιοκράτες τώρα γνωρίζουν την τοποθεσία που βρίσκεται το κρησφύγετο της ομάδας του Μάρκου Δράκου και εξαπολύουν ανθρωποκυνηγητό, προκειμένου να την εντοπίσουν. Πάνω από 10.000 στρατιώτες σκορπίστηκαν στα βουνά του Τροόδους, με σκοπό να διαλύσουν τις αντάρτικες ομάδες.
Ο Μάρκος Δράκος εγκαταλείπει μαζί με τους συντρόφους του το κρησφύγετό του και μετακινείται προς την περιοχή της Ευρύχου, με σκοπό τη δημιουργία νέων λημεριών. Δεν πρόλαβαν όμως, αφού η περιοχή γέμισε με πάνοπλους Άγγλους στρατιώτες. Ο Μάρκος Δράκος μαζί με την ομάδα του, σύμφωνα με μαρτυρία του συναγωνιστή του Τεύκρου Λοΐζου, αποφάσισαν εν μέσω κεραυνών, αστραπών, χαλαζόπτωσης και βροντών, να μετακινηθούν. Γύρω στις 11 μ.μ. της 18ης Ιανουαρίου 1957 και μετά από πολύωρη πεζοπορία, οι Άγγλοι στρατιώτες βάλλουν εναντίον των ανταρτών και ο Μάρκος Δράκος ανταποδίδει τα πυρά. Ξαφνικά στο φως μιας αστραπής ο «Λυκούργος» έγινε ορατός από τους στρατιώτες.
Ο Τεύκρος Λοΐζος θυμάται πως ξαφνικά ο Μάρκος σταμάτησε να πυροβολεί. Ο Άγγλος που πυροβόλησε τον Μάρκο Δράκο κατέθεσε στη μεταθανάτια ανάκριση: «Στο φως της αστραπής ξαφνικά είδα έναν άνδρα να στέκεται μπροστά μου. Κοιταχτήκαμε στα μάτια, πυροβόλησα και μετά πυροβόλησε κι εκείνος». Ο Μάρκος Δράκος είχε αφήσει την τελευταία του πνοή, ηρωικώς μαχόμενος σε ένα λαγκάδι που οι παλιοί το ονόμαζαν «το αρκάτζιν του Δράκου». Σήμερα, βρίσκεται θαμμένος στα «Φυλακισμένα Μνήματα», μαζί με άλλους δώδεκα αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α.
Από τον Δρα Αυγουστίνο (Ντίνο) Αυγουστή, αναπλ. καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας