«Αυτόν το λόγο θα σας πω
δεν έχω άλλον κανένα
μεθύστε με το αθάνατο
κρασί του είκοσι ένα».
Κ. Παλαμάς
Στις 28 Φεβρουαρίου 1943 πέθανε ο Εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς σε ηλικία 84 χρόνων (1859-1943). Ο θάνατος και η κηδεία του έδωσαν το έναυσμα, για μια πάνδημη αντιστασιακή εκδήλωση. Ήταν το πιο ταιριαστό τέλος για τον Μεγάλο πατριδολάτρη. Τον γνήσιο Έλληνα. Τον Εθνικό μας Ποιητή.
Πρωταγωνιστής και μαχητής της Δημοτικής. Όχι βέβαια με αγριότητες και εξαλλοσύνες. Πέραν απ’ αυτό τον κατείχε ένας μεγάλος δυαδισμός, περίφημος. Ο δυαδισμός αυτός ήταν επίτοκο μιας ισχυρής τάσης, που υπηρέτησε την ποίηση, με τα εκάστοτε γνωρίσματά της. Στον ένα πόλο του δυαδισμού, με πάθος ψάλλει το σπίτι, το χώμα μας, την Πατρίδα μας. Είναι Πατριδολάτρης. «Δε ζει χωρίς Πατρίδα η ανθρώπινη ψυχή». «Παντού Θεοί μα η πατρίδα μία». Και το ανυπέρβλητο: «Αυτόν το λόγο θα σας πω/ δεν έχω άλλον κανένα / μεθύστε με τ’ αθάνατο/ κρασί του Εικοσιένα». Τόσο λιτό, τόσο επαναστατικό. Ο Πατριωτισμός του είναι το ευγενέστερο των συναισθημάτων του. Στον άλλο πόλο του δυαδισμού. Ο Παλαμάς φωνάζει σα ριζοσπάστης. Πολίτης του κόσμου. Ευρωπαϊκός. Πολέμιος της κεφαλαιοκρατίας. Κηρύσσει την Ειρήνη. Την αδελφοσύνη. Ο Παλαμάς είναι διεθνιστής χωρίς όμως να πάψει να είναι Πατριώτης. Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, διευθυντής της «Καθημερινής» καθώς και του Εθνικού Θεάτρου, αξέχαστος δάσκαλός μου, λέγει: «Ο Παλαμάς διετύπωσε το Σοσιαλιστικό Ιδανικό».
Στην ποίηση του Παλαμά συνδιαλέγεται η Αρχαία και η Βυζαντινή Γραμματεία. Χωρίς αυτό να εμποδίσει τον ποιητή μας, να ξανοιχτεί σε άλλους ορίζοντες και να αναδειχθεί σε έναν συγκινησιακό ποιητή, που λατρεύτηκε παγκόσμια. Έδεσε τα Εκκλησιαστικά κείμενα με τα πρωτοπόρα ρεύματα της εποχής του. Και σήμερα, ημέρα της θανής του, ένωσε με τον θάνατό του τους Έλληνες, σε ένα ξέφρενο ξέσπασμα κατά του φασισμού.
Με το άκουσμα του θανάτου του όλες οι εφημερίδες αφιέρωσαν εκτενή άρθρα, για τον πνευματικό μπροστάρη της πατρίδας μας. Έγιναν αναφορές στα καταξιωμένα έργα του. Στην πνευματική του οντότητα. Στο Εθνικό του φρόνημα.
Εκείνο όμως, που ήταν απρόσμενο και εντυπωσιακό, ήταν η καθολική συμμετοχή του κόσμου στην κηδεία του. Άνθρωποι κάθε ηλικίας και από κάθε γωνιά της Αθήνας. Νέοι, φοιτητές, γέροι και μωρά με καροτσάκια. Μοναδική σε πλήθος και παλμό συμπόρευση στην τελευταία κατοικία του.
Ανάμεσα στην πρωτοφανή παλλαϊκή σύναξη, ήταν παρόντες και οι πνευματικοί του φίλοι. Το αγλάισμα της Επιστήμης, της ποίησης και του Πνεύματος. Εκεί ήταν ο Σικελιανός, ο Τσάτσος, ο Σεφέρης, ο Θεοτοκάς, η Κοτοπούλη, ο Βενέζης, ο Μελάς.... Λάτρεις του και πνευματικά του παιδιά. Οι φίλοι και συνεργάτες του στις φιλολογικές τους συναντήσεις, στις θεϊκές ατέλειωτες ώρες, όπου με μεράκι, με ευθύνη και με όραμα για την πατρίδα και το Έθνος, δούλευαν ακάματα στεριώνοντας ιδέες και αξίες της φυλής μας. Όλη η Ελλάδα ήταν εκεί.
Παρέκει στέκονταν οι Ιταλοί, με τα όπλα. Σιωπηλοί. Την ώρα που θα εναπέθεταν τον νεκρό στον τάφο του, κάποιος εκπρόσωπος του κατακτητή προχώρησε για να καταθέσει ένα στεφάνι. Και πήρε την απάντηση από χιλιάδες στόματα. Μέσα στη σιγή και το βουβό κλάμα, κάποιος θάρρεψε κι άρχισε να ψάλει τον Εθνικό μας ύμνο. «Σε γνωρίζω από την κόψη....» Δειλά αλλά σιγά-σιγά τον ακολούθησε το πλήθος. Μυριόστομη η συμμετοχή του κόσμου. Κάποιος άλλος φώναξε: «Ζήτω η Ελευθερία του Πνεύματος. Αλλά ο λαός ποθούσε τη λευτεριά του. Κι άρχισε όλο το πλήθος να φωνάζει: «Ζήτω η Λευτεριά».
Έτσι ο Παλαμάς με τον θάνατό του συνήγειρε τον γνήσιο πατριωτισμό, το ευγενέστερο των συναισθημάτων, όπως έλεγε ο ίδιος.
Στο τέλος ο Άγγελος Σικελιανός, με δυνατή και συγκινημένη φωνή απήγγειλε ένα ποίημα, που το έγραψε εκείνο το πρωινό, μόλις έμαθε τον θάνατο του Μεγάλου Ποιητή.
«Ηχήστε οι σάλπιγγες. Καμπάνες βροντερές
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα
βογγήστε τύμπανα πολέμου.
Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!!
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα».
Αυτό ήταν το τέλος του Παλαμά. Του δημιουργού με το μοναδικό και έντονο γλωσσικό αισθητήριο. Μάστορας μιας ασυνήθιστης γλωσσοπλασίας. Το έργο του Παλαμά παραμένει στην κορυφή των πνευματικών επιτευγμάτων του Ελληνισμού. Και η αγάπη του για την πατρίδα και το Έθνος έγιναν ακόμα και με τον θάνατό του έναυσμα για Εθνική έξαρση.
Σήμερα δε μιλάμε για τα θαυμαστά του έργα: «Την Ασάλευτη ζωή», «Τον Τάφο», «Την Τρισεύγενη», «Τον Δωδεκάλογο του γύφτου», και άλλα αριστουργήματά του. Σταθήκαμε στην Εθνική του συνείδηση, που μέσα από τον τάφο του, πυροδότησε σ’ εκείνες τις μαύρες μέρες, τη λάμψη της αντίστασης κατά του φασισμού.
Από τον Κων/νο Ι. Παπακωνσταντίνου