Ως νομική έννοια άρχισε να διαμορφώνεται μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και σύμφωνα με τη σύμβαση της Γενεύης το 1958 η υφαλοκρηπίδα αρχίζει εκεί που τελειώνει η αιγιαλίτιδα ζώνη και εκτείνεται μέχρι το βάθος των 200 μέτρων ή μέχρις εκεί που το βάθος επιτρέπει την εκμετάλλευση του βυθού.
Στο θέμα της υφαλοκρηπίδος του Αιγαίου βρισκόμαστε μπροστά σε τουρκική διεκδίκηση μιας υποθαλάσσιας περιοχής, όπου, κατά τη δική μας άποψη, έχουμε κυριαρχικά δικαιώματα, τα οποία όμως δεν έχουν ακόμη οριστικά οριοθετηθεί. Στο θέμα του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης αντιμετωπίζουμε μια τουρκική απαίτηση να μην κάνουμε χρήση ενός δικαιώματος που θα επεξέτεινε την κυριαρχία μας. Παρά την ποιοτική διαφορά μεταξύ τους, τα δύο προβλήματα είναι αλληλένδετα.
Η αιγιαλίτιδα ζώνη ή χωρικά ύδατα ή χωρική θάλασσα είναι περιοχή που τα νερά και ο πυθμένας της και ο εναέριος χώρος από πάνω της εξομοιώνονται σχεδόν κατά πάντα με το έδαφος του κράτους. Η διαφορά είναι ότι στην αιγιαλίτιδα ζώνη υπάρχει δικαίωμα διελεύσεως πλοίων και αεροσκαφών τρίτων κρατών υπό ορισμένους όρους που καθορίζει το διεθνές δίκαιο. Από τότε που άρχισε να διαμορφώνεται διεθνές δίκαιο, το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης ήταν γενικά παραδεκτό ότι έφτανε στα 3 ναυτικά μίλια. Ακόμη όμως πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρχισαν να εμφανίζονται τάσεις διευρύνσεως της αιγιαλίτιδας ζώνης. Η Ελλάδα νομοθέτησε το 1931 ότι η αιγιαλίτιδα ζώνη της εκτείνεται στα 10 ν.μ., μόνον όμως «διά σκοπούς αστυνομεύσεως του αέρος». Με άλλα λόγια δεν διεκδικούσαμε άσκηση της κυριαρχίας μας στον θαλάσσιο χώρο πάνω από την έκταση αυτή. Το 1936 επεκτείναμε τα 3 σε 6 ν.μ. σε ό,τι αφορά στον θαλάσσιο χώρο, πράγμα που ισχύει και σήμερα. Το ίδιο εύρος των 6 ν.μ. εφαρμόζει και η Τουρκία στο Αιγαίο, παρ’όλο που το 1964 έχει νομοθετήσει αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ. στη Μαύρη Θάλασσα και στη νότια ακτή της.
Σε ό,τι αφορά στην ευαίσθητη περιοχή του Αιγαίου Πελάγους, με τα αναρίθμητα νησιά και βραχονησίδες, προκύπτουν ζητήματα τα οποία εντοπίζονται σε δύο σημεία:
Πρώτον, αν τα νησιά έχουν δικαίωμα να έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα.
Δεύτερον, ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία γίνεται η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος μεταξύ απέναντι κειμένων κρατών.
Το ένα θέμα συνδέεται απόλυτα με το άλλο. Αν δεχθεί κανείς ότι τα νησιά δεν έχουν δικαίωμα δικής τους υφαλοκρηπίδος, όπως ισχυρίζεται η Τουρκία, τότε η οριοθέτηση γίνεται ανάμεσα στις εκατέρωθεν ηπειρωτικές περιοχές, δηλαδή κάπου στη μέση του Αιγαίου, και τα νησιά του Ανατ. Αιγαίου δεν αποφεύγουν τον εγκλωβισμό σε τουρκική υφαλοκρηπίδα. Αν αντίθετα αναγνωρισθεί στα νησιά δικαίωμα δικής τους υφαλοκρηπίδος, τότε η οριοθέτηση γίνεται πολύ αναλυτικότερα, ανάμεσα στα νησιά και την απέναντι μικρασιατική ακτή.
Η δική μας θέση, πάντως, στηρίζεται στις διεθνές συμβάσεις που ρυθμίζουν σε γενικές γραμμές το Δίκαιο της Θάλασσας και αναγνωρίζουν στα νησιά το δικαίωμα να έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα. Θεωρούμε συνεπώς ότι είναι σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδος στη μέση γραμμή ανάμεσα στις αιγιαλίτιδες ζώνες των νησιών και της τουρκικής ακτής. Η Τουρκία, παρ’όλο που ισχυρίζεται πως οι Συμβάσεις αυτές δεν τη δεσμεύουν, επικαλείται μια δική της ερμηνεία του άρθρου 6 της Συμβάσεως του 1958 για να ισχυρισθεί ότι τα νησιά αποτελούν "ειδικές περιπτώσεις" που επιτρέπουν την απόκλιση από την αρχή της μέσης γραμμής. Ισχυρίζεται ακόμη ότι όλο το ανατολικό τμήμα του Αιγαίου αποτελεί «φυσική προέκταση» της Μικράς Ασίας, και ότι γεωμορφολογικά τα μεγαλύτερα βάθη του Αιγαίου βρίσκονται περίπου στη μέση του αιγαιακού χώρου, όπου κατ’ αυτούς θα πρέπει να χαραχθεί η όριος γραμμή ανάμεσα στην τουρκική και την ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Τα αδιέξοδα που προκύπτουν καθιστούν δικαιολογημένη την προσφυγή σε κάποια διεθνή διαδικασία δικαστικής μορφής. Αυτό όμως μονομερώς δεν μπορεί να γίνει. Όταν το δοκίμασε η Ελλάδα μετά την έξοδο του Σισμίκ στο Αιγαίο το 1976, η μονομερής προσφυγή μας στο Διεθνές Δικαστήριο απορρίφθηκε, επειδή η Τουρκία αρνήθηκε να συμπράξει. Έως τώρα δεν είναι γνωστό αν θα υπάρξει προσεχώς κάποια εξέλιξη προς την κατεύθυνση της επιλύσεως της διαφοράς με νομικές διαδικασίες. Ακόμη όμως και αν σε κάποια στιγμή η τουρκική πλευρά δεχτεί να αρχίσει η προετοιμασία συντάξεως του συνυποσχετικού, απαραίτητου για την υποβολή της διαφοράς σε κάποιο διεθνές διαιτητικό η δικαστικό όργανο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα χρειασθεί πολύς χρόνος για να συμφωνηθεί το περιεχόμενό του και το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο.
Από τον Κωνσταντίνο Στατήρη, ιατρό - ειδικό παθολόγο