Πέρασα φέτος Μαθηματικά στα Γιάννενα. Παραμονή βράδυ που θα 'φευγα μας μάζεψε η μάνα μας στο καθιστικό. Δεν έχουμε ξαναχωρίσει. Ο μικρός βουρκωμένος λέει και πότε θα ξανάρθεις αδελφούλη. Πασχίζω να φανώ άνδρας, να διώξω σκέψεις μελαγχολικές. Η μάνα πιο ψύχραιμη μας χαμογελάει. Μας κερνάει χειροποίητο γλυκό. Τα μικρά θέλουν να μ' ευχαριστήσουν. Φέρνουν από ένα δωράκι, στιλό, ξυπνητήρι, φακό. Καθώς το χαίρομαι ακούγεται με φράσεις αργές η μάνα συγκινημένη πια. Να πας στο καλό αγόρι μου. Θα σ' έχουμε κάθε βράδυ στην προσευχή μας. Ετσι θα ανταμώνουμε κάθε μέρα. θα το νιώθεις, θα δεις. Κι όπου βρεθείς, ένα πράγμα να ξέρεις. Για τη δύσκολη ώρα μάς έχει ο Θεός τους ανθρώπους του. Απόψε θα σας πω μια ιστορία που δεν σας τη διηγήθηκα μέχρι τώρα. Τη φύλαγα για την ώρα που θα χρειαζόταν περισσότερο. Και θα τη βάλουμε ενθύμιον πολύτιμο στην καρδιά μας και στις αποσκευές του Βασίλη μας. Θυμάμαι, ήμασταν στο "Θεαγένειο" με τον άρρωστο πατέρα μας στη Θεσσαλονίκη. Πάνω από ενάμιση μήνα ανήμπορος εκείνος στο κρεβάτι κι εγώ στην καρέκλα δίπλα του. Εσείς από μικρά μας, εδώ με τη συγχωρεμένη τη γιαγιά σας. Δύσκολες ώρες. Κι έστειλε γρήγορα ο Θεός τον άνθρωπό του, μια άγνωστή μου καλή κυρία. Έμενε πολύ κοντά στο Νοσοκομείο. Κι είχε αυτήν την καλοσύνη, ανακούφιζε δυσκολεμένες κυρίες συνοδούς των βαριά αρρώστων. Με βρήκε, λοιπόν! Με έπαιρνε σπίτι της. Με ξεκούραζε. Με φρόντιζε, μου έπλενε τα ρούχα, τα σιδέρωνε. Με παρηγορούσε και μόνον η παρουσία της. Χώρια τα ζεστά της λόγια. Ούτε αδελφή μου να ήταν. Συνήθως ερχόταν απόγευμα Τρίτης στο "Θεαγένειο". Σήκωνε διακριτικά την τσάντα με τα άπλυτα. Την Πέμπτη τα είχε έτοιμα σιδερωμένα. Αρκετές εβδομάδες. Εκείνο ακριβώς τον διάστημα πέθανε από ανακοπή ο γιος της.
Το έμαθα αργότερα. Δεν το ήξερα. Δεν το κατάλαβα, έτσι που ήμουν δυσκολεμένη. Η ίδια δεν μου το είπε, ούτε και άλλαξε το πρόγραμμα των επισκέψεών της για να με δυσκολέψει. Για να μη με φέρει σε αμηχανία. Οσο το σκέφτομαι τόσο συγκινούμαι. Πώς άντεξε, πώς σήκωσε το δικό της πόνο τόσο αθόρυβα, τόσο πνευματικά. Δεν μπορώ να λησμονήσω τη στάση της. Βλέπετε, παιδιά, τι άνθρωπο έβαλε δίπλα μου, ο καλός θεός για να με ανακουφίσει. Σαν ψέματα η ιστορία. Μη φοβάσαι, πάντοτε να θυμάσαι για τη δύσκολη ώρα μας έχει ο Θεός παντού τους ανθρώπους του. Ίσως κάποτε αν μας αξιώσει να γίνουμε και εμείς βοηθοί δυσκολεμένων συνανθρώπων μας. Ποιος ξέρει. Και από τώρα που μάθατε να λέτε στην προσευχή σας παιδιά μου "Ευλόγησε Κύριε τη δούλη σου Ελένη και ανάπαυσε τον γιο της Αλέκο. Αμήν!".
Νικόλαος Σισκόπουλος, Α΄ΚΑΠΗ