Την απόφαση του ΔΣ του συνδικάτου ακολούθησαν βέβαια μόνον 20-25 εργαζόμενοι, το 2% του συνόλου των εργαζόμενων, η συνδικαλιστική δηλαδή ηγεσία και άλλοι 10-15. Ούτε καν οι ενδιαφερόμενοι. Αλλά αυτός ο αριθμός ήταν ικανός να ακινητοποιήσει τους συρμούς και να προκληθεί το χάος και η μέγιστη ταλαιπωρία του συνόλου των εργαζόμενων της Αθήνας.
Τι ζητούσαν όμως οι «αγωνιστές αυτοί του γλυκού νερού» κι αποφάσισαν να ταλαιπωρήσουν τους Αθηναίους; Μήπως απολύονταν άδικα κανένας εργαζόμενος, οπότε θα υπήρχε πράγματι κάποιος σοβαρός λόγος, για να ληφθεί μια τέτοια απόφαση, που να δικαιολογεί την ταλαιπωρία των άλλων εργαζόμενων της Αθήνας; Όχι βέβαια. Ζητούσαν να μη μετακινηθούν στα εκδοτήρια από τα γραφεία τους καμιά 20ριά εργαζόμενοι, που αρχικά είχαν προσληφθεί για τα εκδοτήρια, αλλά αργότερα είχαν μετακινηθεί σε γραφεία, αν και δεν υπήρχε ουσιαστικά τέτοια ανάγκη, με αποτέλεσμα να περιμένει κανείς πολλή ώρα στην ουρά, για να φτάσει στα μηχανήματα αυτόματης έκδοσης εισιτηρίων.
Όπως όλοι ξέρουμε, το σύνολο σχεδόν των εργαζόμενων στο μετρό, όπως και σε κάθε δημόσιο οργανισμό, δεν προσλήφθηκαν με διαγωνισμούς και αξιοκρατικά κριτήρια, αλλά χρησιμοποιώντας το πιο ισχυρό «πτυχίο», που αποκτά ο Έλληνες για τέτοιες ανειδίκευτες θέσεις, «το μέσον», ιδιαίτερα το κομματικό. Πανεπιστημιακά πτυχία, μεταπτυχιακά, διδακτορικά δεν έχουν καμιά ισχύ μπροστά στο κομματικό ή άλλο μέσο. Κι επειδή κατά κανόνα είναι ανειδίκευτοι, δεν ενδιαφέρονται σε ποια θέση θα προσληφθούν. Αρκεί να προσληφθούν, να «τρουπώσουν», που έλεγε κι ο Βουτσάς κάποτε. Γιατί ξέρουν πως, αφού προσληφθούν και μονιμοποιηθούν, το «μέσον», «ο μπάρμπας στην Κορώνη», θα προσπαθήσει να τον προωθήσει σε κάποιο γραφείο. Κι ύστερα «θα κάααθεται», που έλεγε κι Μίμης Φωτόπουλος σε μια διαφήμιση, βασανίζοντας συνήθως τους πολίτες, που ζητούν τη λύση κάποιου γραφειοκρατικού προβλήματος. Κι άμα λάχει, μπορεί αργότερα να γίνει και διευθυντής.
Στη δεκαετία του 1960 κυκλοφορούσε στη Λάρισα το ακόλουθο ανέκδοτο.
Άνεργος Λαρισαίος, αγράμματος κι ανειδίκευτος πηγαίνει σε βουλευτή, για να του βρει κάποια δουλειά. Τον ρωτάει ο βουλευτής.
-Σαν τι δουλειά θέλεις;
-Πθινά (πουθενά, κάπου) ιπιστάτς. Έτσι αξιολογούσε τις ικανότητές του, πιστεύοντας πως αυτή η θέση του ταιριάζει, μια που νομίζει πως ο επιστάτης δεν κάνει τίποτα.
Πώς λοιπόν είναι δυνατόν «οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας», τα κακομαθημένα αυτά παιδιά, να υποχρεωθούν από κάποιον υπουργό να επιστρέψουν στην αρχική τους θέση, στα εκδοτήρια, ώστε να εξυπηρετούνται οι επιβάτες του μετρό; Είναι δυνατόν;
Μπορεί εσύ, που ως εργαζόμενος μετακινείσαι κάθε μέρα με το μετρό, να στέκεσαι πολλή ώρα στην ουρά, για να βγάλεις το εισιτήριο από το μηχάνημα, αλλά τα κακομαθημένα παιδιά δεν μπορούν να μετακινηθούν στα εκδοτήρια, για να εξυπηρετείται και να μην ταλαιπωρείται ο κόσμος. Είναι ευαίσθητοι άνθρωποι και ντελικάτοι και μπορεί να πάθει κάτι το χέρι τους κόβοντας εισιτήρια !.. Δεν είναι σαν εκείνες τις σκληροτράχηλες γυναίκες π.χ. στα ταμεία του σούπερ μάρκετ, που δεν παίρνουν ανάσα πληκτρολογώντας τα προϊόντα και κόβοντας αποδείξεις. Δεν είναι δυνατόν να ταλαιπωρούνται το ίδιο « οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας»!..
Γι’ αυτήν λοιπόν «την άδικη και αυθαίρετη απόφαση του Υπουργού», να μετακινηθούν τα κακομαθημένα παιδιά για την εξυπηρέτηση του κόσμου, το συνδικάτο του Μετρό χρησιμοποίησε το «ιερό δικαίωμα της απεργίας», για να διατρανώσει το δίκιο του, ταλαιπωρώντας βέβαια αφάνταστα όλους τους άλλους εργαζόμενους της Αθήνας. Η κοινωνική ευαισθησία δε φαίνεται να τους απασχολεί...
Μ’ αρέσουν πολύ αυτοί οι συνδικαλιστές του γλυκού νερού, που άδραξαν την ευκαιρία να ταλαιπωρήσουν «δι’ ασημαντότατη αφορμή» τους Αθηναίους. Βλέπεις, είχαν λύσει όλα τα άλλα συνδικαλιστικά προβλήματα κι η μετακίνηση κάποιων εργαζόμενων τους μάρανε. Πρόκειται για τον απόλυτο ξεπεσμό ενός συνδικάτου.
Γιάννης Μπασλής, δρ.φ.