Σε μερικές όμως, περιοχές της Ελλάδας η Βασιλόπιτα κόβεται στο μεσημεριανό τραπέζι, ανήμερα του Αγίου Βασιλείου, την πρώτη μέρα του χρόνου. Το εθιμοτυπικό, εν τούτοις παραμένει το ίδιο. Ο νοικοκύρης τη σταυρώνει τρεις φορές με ένα μαχαίρι και μετά αρχίζει να κόβει τα κομμάτια. Το πρώτο είναι του Χριστού, το δεύτερο της Παναγίας, το τρίτο του Αγίου Βασιλείου, το τέταρτο του σπιτιού και ακολουθούν τα κομμάτια των μελών της οικογένειας με σειρά ηλικίας. Κατόπιν ακολουθεί ένα τελευταίο κομμάτι, αυτό του φτωχού.
Σε κάποιες περιοχές, κυρίως αγροτικές, κόβονται και δύο κομμάτια επιπλέον. Ένα για τα ζώα και ένα για τα σπαρτά. Όποιος βρει στο κομμάτι του κρυμμένο φλουρί θεωρείται ο τυχερός της χρονιάς και συνήθως μαζί με το φλουρί ο νοικοκύρης τού δίνει ένα δώρο ή ένα χρηματικό ποσό. Αν το φλουρί πέσει στα κομμάτια του Χριστού, της Παναγίας ή του Αγίου Βασιλείου, το ποσό αυτό δίνεται στην Εκκλησία, ενώ αν πέσει στο κομμάτι του φτωχού το ποσό δίνεται σε κάποιον ζητιάνο.
Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση το έθιμο της Βασιλόπιτας εξαπλώθηκε από την Καισάρεια της Καππαδοκίας, στη Μικρά Ασία. Ο Μέγας Βασίλειος ήταν δεσπότης της Καισάρειας και ζούσε αρμονικά με τους συνανθρώπους του. Κάποια μέρα όμως, ένας στρατηγός-τύραννος της περιοχής, ζήτησε να του δοθούν όλοι οι θησαυροί της πόλης της Καισάρειας, αλλιώς θα πολιορκούσε την πόλη για να την κατακτήσει και να τη λεηλατήσει.
Ο Μέγας Βασίλειος ολόκληρη τη νύχτα προσευχόταν να σώσει ο Θεός την πόλη. Ξημέρωσε η νέα μέρα και ο στρατηγός αποφασισμένος με τον στρατό του περικύκλωσε αμέσως την Καισάρεια. Ζήτησε να δει τον Δεσπότη, ο οποίος βρισκόταν στον ναό και προσευχόταν. Με θράσος ο αδίστακτος απαίτησε το χρυσάφι και ό,τι άλλο πολύτιμο υπήρχε στην πόλη. Ο Μέγας Βασίλειος απάντησε ότι οι άνθρωποι της πόλης του δεν είχαν τίποτε άλλο πέρα από πείνα και φτώχεια. Ο στρατηγός τότε θύμωσε πολύ και άρχισε να απειλεί τον Μέγα Βασίλειο ότι θα τον εξορίσει μακριά από την πατρίδα του ή κι ακόμη μπορεί να τον σκοτώσει.
Οι χριστιανοί της Καισάρειας αγαπούσαν πολύ τον Δεσπότη τους και γι’ αυτό μάζεψαν λοιπόν απ’ τα σπίτια τους ό,τι πολύτιμο είχαν και του το πρόσφεραν, ώστε δίνοντάς τα στο σκληρό στρατηγό να σωθούν. Όμως ο ανικανοποίητος στρατηγός παρά ταύτα διέταξε τον στρατό του να επιτεθεί στον φτωχό λαό της πόλης. Ο Μέγας Βασίλειος, που ήθελε να προστατέψει την πόλη ξανά προσευχήθηκε κι έδωσε ό,τι χρυσαφικά είχε μαζέψει μέσα σ’ ένα σεντούκι. Όταν ο στρατηγός πήγε ν’ ανοίξει το σεντούκι και ν’ αρπάξει τους θησαυρούς, με το που ακούμπησε τα χέρια του πάνω, έγινε το θαύμα! Όλοι οι συγκεντρωμένοι είδαν μια λάμψη κι αμέσως έναν λαμπρό καβαλάρη να ορμάει με τον στρατό του πάνω στον στρατηγό και τους δικούς του και σ’ ελάχιστο χρόνο όλοι τους αφανίστηκαν. Ο λαμπρός καβαλάρης ήταν ο Άγιος Μερκούριος και στρατιώτες του οι άγγελοι. Έτσι σώθηκε η πόλη της Καισάρειας. Ο Μέγας Βασίλειος, τότε όμως, βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Θα έπρεπε να μοιράσει τα χρυσαφικά στους κατοίκους της πόλης και η μοιρασιά να είναι δίκαιη, δηλαδή να πάρει ο καθένας ό,τι ήταν δικό του. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο.
Κάλεσε λοιπόν τους διακόνους και τους βοηθούς του και τους είπε να ζυμώσουν ψωμάκια, όπου μέσα στο καθένα ψωμάκι θα έβαζαν και λίγα χρυσαφικά. Όταν αυτά ετοιμάστηκαν, τα μοίρασε σαν ευλογία στους κατοίκους της πόλης της Καισάρειας. Στην αρχή όλοι παραξενεύτηκαν, μα η έκπληξή τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη όταν κάθε οικογένεια κόβοντας το ψωμάκι αυτό έβρισκε μέσα τα χρυσαφικά της. Ήταν λοιπόν ένα ξεχωριστό ψωμάκι, η Βασιλόπιτα. Έφερνε στους ανθρώπους χαρά κι ευλογία μαζί. Από τότε φτιάχνουμε κι εμείς Βασιλόπιτα με το φλουρί μέσα, την πρώτη μέρα του χρόνου, τη μέρα του Αγίου Βασιλείου. Η Βασιλόπιτα, αγιοβασιλιάτικο έθιμο πολλών αιώνων, μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, για να μας θυμίζει την αγάπη και την καλοσύνη αυτού του Αγίου ανθρώπου.
Από τον Γεώργιο Ν. Ξενόφο