Είναι γεγονός ότι αυτά τα θέματα δημιουργούν έντονο σκεπτικισμό, κυρίως στην φοιτητική κοινότητα που βρέθηκε εν μέσω θέρους και με κλειστά τα Πανεπιστήμια μπροστά σε θαρραλέες υπουργικές αποφάσεις.
Όσον αφορά στην κατάργηση του ασύλου θα ήταν προτιμότερο να σχολιασθεί με επιφυλακτικότητα και να αξιολογηθεί κατά την εφαρμογή από τον ερχόμενο Οκτώβριο, όταν και θα προκύψει μια πιο σφαιρική εικόνα για την προσπάθεια ασφάλειας των πανεπιστημιακών χώρων. Αξίζει, όμως, να αφιερωθούν λίγες γραμμές για τον διαχρονικό και επίκαιρο μύθο των λεγόμενων «αιώνιων ή λιμναζόντων» φοιτητών.
Αρκετές φορές οι κυβερνήσεις με εξαγγελίες, προτάσεις και νομοσχέδια θέλησαν να πειθαρχήσουν το πλαίσιο σπουδών, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Διαγραφές φοιτητών ήρθαν με τους Ν. 3549/2007 και Ν.4009/2011, οι οποίοι εισήγαγαν καίριες μεταρρυθμίσεις για τα ΑΕΙ και ακολούθησαν οι επανεγγραφές των διαγραφόντων το 2015. Παρατηρείται, λοιπόν, μια διαρκής ενασχόληση σχετικά με την τύχη των «αιώνιων» φοιτητών.
Το ερώτημα, όμως, είναι απλό: Πώς είναι δυνατόν από το σημερινό σύστημα των απεριόριστων εξετάσεων να φτάσουμε στη διαγραφή φοιτητών; Στην ουσία επινοείται ένα αντίθετο άκρο. Οποιοσδήποτε χρονικός περιορισμός στη φοίτηση πρέπει να ξεκινήσει από μια συνολική αναμόρφωση του προβληματικού εξεταστικού συστήματος και της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Είναι αλήθεια ότι πολλοί πανηγύρισαν, ίσως επιπόλαια, αυτήν την απόφαση αλλά το ζήτημα δεν είναι τόσο σοβαρό όσο υπονοεί ο σχετικός μύθος. Καταρχάς, κι από δημοσιονομικής πλευράς η παράταση των σπουδών δεν επιβαρύνει τον Έλληνα φορολογούμενο, τη διδακτική διαδικασία, την έρευνα ή το διοικητικό προσωπικό. Δεν διατίθεται πάσο για μειωμένο κόστος στις μετακινήσεις, δεν δικαιούνται οι «παλιοί» φοιτητές σίτιση, στέγαση στις φοιτητικές εστίες, φοιτητικά επιδόματα και δεν διανέμονται βιβλία.
Άρα, το επιχείρημα περικοπής σπατάλης από το ελληνικό κράτος δεν ευσταθεί. Επίσης, η απόφαση δρα τιμωρητικά σε φοιτητές που αναγκάζονται να καθυστερήσουν τη φοίτησή τους λόγω βιοποριστικών αναγκών. Πολλοί εργάζονται παράλληλα με τις σπουδές συνήθως σε καθεστώς μαύρης ανασφάλιστης εργασίας, κάτι που δεν μπορούν να αποδείξουν στο Πανεπιστήμιο αν τους ζητηθεί.
Ακόμη, τίθεται ζήτημα αναξιοκρατίας όσον αφορά στις εξεταστικές και τους εξεταστές. Οι καθηγητές θα διακρίνονται σε καλούς και κακούς και τα πτυχία σε πολλές περιπτώσεις δεν θα έχουν αντίκρισμα. Θα τηρείται, δηλαδή ο τύπος και όχι η ουσία. Προβλήματα προβλέπονται να υπάρξουν και στις εξαιρέσεις που επιφυλάσσει η απόφαση.
Φοιτητές, για παράδειγμα, που λόγω σοβαρών παθήσεων εισήλθαν σε κάποια Σχολή άνευ εξετάσεων, είναι θεμιτό και αυτονόητο να ισχύει γι’ αυτούς ένα ειδικό-ευέλικτο εξεταστικό καθεστώς προσαρμοσμένο στις δυνατότητές τους. Ποιος, όμως, εγγυάται ότι οι εξαιρέσεις δεν θα καταλήξουν να γίνουν ο κανόνας; Τέλος, η σύγκριση των ελληνικών Πανεπιστημίων με τα Πανεπιστήμια του εξωτερικού είναι ανώφελη.
Στα Πανεπιστήμια του εξωτερικού οι φοιτητές για να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους λαμβάνουν υποτροφίες, φοιτητικά δάνεια που αποπληρώνουν μόνο όταν εξασφαλίσουν εργασία, μπορούν να εργάζονται κι εντός Πανεπιστημίου σε μικροδουλειές και οι περισσότεροι στεγάζονται στις φοιτητικές εστίες. Ακόμη, όμως κι αν γίνει η σύγκριση θα διαπιστωθεί ότι οι αιώνιοι φοιτητές δεν αποτελούν ελληνική πρωτοτυπία, καθώς έρευνες απέδειξαν ότι σε Τμήματα που δεν ισχύει χρονικός περιορισμός στις σπουδές, τα ποσοστά αποφοίτησης δεν είναι τα αναμενόμενα υψηλά.
Αναμφισβήτητα, η άνοδος του επιπέδου των σπουδών κρίνεται θετική και αναγκαία. Η διόρθωση, όμως, της κατάστασης έχει εσφαλμένη αφετηρία. Αυτό συμβαίνει διότι οι πολιτικές ηγεσίες συνηθίζουν να στρέφουν τη ματιά τους στην κορυφή της πυραμίδας κι όχι στη βάση, εκεί όπου στοιβάζονται οι αιτίες των προβλημάτων. Ο μεγάλος ετήσιος αριθμός των εισακτέων, η πληθώρα ασήμαντων πανεπιστημιακών τμημάτων, οι χαμηλές βάσεις εισαγωγής, οι απαρχαιωμένες διδακτικές μέθοδοι και τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας είναι από τις παθογένειες που διεκδικούν την προτεραιότητα στη θεραπεία τους.
Θα ήταν άδικο, επομένως, να τιμωρηθεί το αποτέλεσμα του προβλήματος κι όχι το πρόβλημα. Τουλάχιστον ας δοθεί χρόνος και το δικαίωμα να ερωτηθούν οι «παλιοί» φοιτητές αν θα συνεχίσουν ή όχι τις σπουδές τους. Άλλωστε, η μόρφωση δεν πρέπει να διχάζει και οι ευκαιρίες να μην τερματίζονται αυτοδικαίως.
Από τη Δήμητρα Παπαθανασίου (*)
(*) Η κ. Δήμητρα Παπαθανασίου είναι φοιτήτρια της Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης