Το θερμόμετρο του αυτοκινήτου πάντως έγραφε από μόνο του σαραντάρια, οπότε τρέχα γύρευε στους πόσους βαθμούς «χόρευε» ο υδράργυρος πάνω στα κοτρώνια της Αρεόπολης… Περπατούσα κι ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα…
Η Μάνη επικράτησε φέτος ως προορισμός έναντι κάποιου νησιού. «Πάμε στην Ίο», πίεζε η Κλαίρη. Για κάποιον λόγο τα θηλυκά είναι «τρελαμένα» με τις Κυκλάδες. Τι να δεις ρε παιδάκι μου; Άλλο ένα νησί από τα δεκάδες που έχουμε επισκεφτεί. Ίδιες θάλασσες, ίδιες «Χώρες», τα ίδια λευκά σπιτάκια, γραφικά, δεν λέω, που τα μετέτρεψαν σε μαγαζιά με σουβενίρ και φιρμάτα ρούχα. Και παντού πανομοιότυπα μπαράκια, όπου κάνεις ουρά για να βρεις μία θέση ανάμεσα στα λεφούσια των τουριστών. Πανάκριβα καταλύματα -μπες στο Booking να πάθεις εγκεφαλικό- πανάκριβες υπηρεσίες, πολυκοσμία στις παραλίες, ήλιος ανελέητος, ιδρώτας, ατσαλιά, και μια βαβούρα που διατείνεται πως είναι μουσική. Τα γραφικά νησάκια που θυμάσαι και ονειρεύεσαι όλο τον χειμώνα δεν υπάρχουν πια. Είναι μια μπίζνα, όπου σου χρεώνουν ακόμη και τον αέρα που αναπνέεις. Κι όμως εξακολουθούν να είναι το απόλυτο ελληνικό «must». Πρέπει να πας. Επειδή πάνε όλοι. Για τα σύγχρονα νεοελληνικά ήθη, αν δεν ανεβάσεις στο FB φωτό από την Ίο, την Αντίπαρο ή την Αμοργό, σα να μην πήγες πουθενά. Είσαι δευτεράντζα.
Δεν είναι εύκολο να ταξιδεύεις πια στη Μάνη. Παλιότερα, ο κλασικός «γύρος της Πελοποννήσου» ήταν μια ελκυστική προοπτική. Φόρτωνε ο οικογενειάρχης την οικογένεια στο σαραβαλάκι του και όργωνε για μέρες τη γη του Πέλοπα, από Λουτράκι μέχρι Αρχαία Ολυμπία. Ήταν, αν θες, κι ένα μάθημα πατριδογνωσίας για τα παιδιά. Σήμερα, με τη βενζίνη στο 1,60, με είκοσι έξι (26!) διόδια πηγαινέλα -ναι, κάθισα και τα μέτρησα, τόσα ακριβώς είναι!- και την ακριβή διαμονή, λίγοι το αποτολμούν. Κάπως έτσι η Μάνη επέστρεψε στην υπέροχη μοναξιά της.
Κάθε τόπος είναι και ένα σενάριο από μόνος του. Η λακωνική Μάνη είναι πολλά σενάρια μαζί. Δεν χρειάζονται οι τουριστικοί οδηγοί για να καταλάβεις την ψυχή αυτού του τόπου. Παράτα τους στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, άνοιξε τα μάτια σου και κοίτα τα βράχια. Την πέτρα. Τα κοτρώνια…
Την ατέλειωτη μονοτονία του γκρι και του καφέ που αντιπαλεύει το μπλε της θάλασσας και τ’ ουρανού. Ο Δευκαλίωνας, ο γενάρχης μας, αυτός που κατά τον μύθο, πετούσε πέτρες κι αυτές μεταμορφώνονταν σε ανθρώπους, πρέπει να δούλεψε πολύ στα μέρη αυτά.
Πουθενά αλλού ίσως ένας τόπος δεν έχει καθορίσει τον χαρακτήρα των ανθρώπων όσο αυτός εδώ. Την ιστορία, είπε κάποιος, τη γράφει το στομάχι. Το στομάχι σε κάνει μαλθακό και φοβισμένο ή πολεμιστή, αγρίμι, πειρατή. Και στη Μάνη τα στομάχια είναι συνήθως άδεια. Με πόσα χορτάρια και πόσα φραγκόσυκα να σε προμηθεύσει τούτος ο ξερότοπος; Οπότε; Τι κι αν είναι ρωμαϊκή τριήρης, δρόμωνας βυζαντινός, γαλέρα βενετσιάνικη, φράγκικο ή εγγλέζικο εμπορικό; Τίποτε δεν θα γλιτώσει από το θολωμένο μάτι του Μανιάτη πειρατή που πεινάει. Από το Οίτυλο ως την Καρδαμύλη κι από το Πόρτο Κάγιο ως τη Βάθεια, παντού «λυκοφωλιές» γεμάτες μοναχικούς λύκους, έτοιμους να κατασπαράξουν τα πολύτιμα φορτία. Αν για τους άλλους τα φορτία είναι πλούτος, για τον Μανιάτη είναι επιβίωση. Το κλέψιμο, η παραβατικότητα είναι νομιμοποιημένα στη μανιάτικη ηθική, από τα χρόνια που οι Λακεδαιμόνιοι εκπαίδευαν τους νεαρούς βλαστούς τους στην πονηριά και τον ανορθόδοξο πόλεμο.
Σταμάτησα στη Βάθεια. Το χωριό παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Υπό την έννοια ότι έχει εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους και τα σπίτια με τις οικοσκευές που σώζονται, μας δίνουν ένα αυθεντικό δείγμα μανιάτικης ζωής. Μισογκρεμισμένα τα πυργόσπιτα μετρούν περασμένα μεγαλεία. Αυτές οι άλλοτε περήφανες κατασκευές, που στέγαζαν εξίσου περήφανες κι απρόσιτες ζωές, έχουν γίνει τώρα ο περίγελως χαζοχαρούμενων τουριστών που περιφέρονται ανάμεσα στα χαλάσματα βγάζοντας κάθε τόσο «σέλφις» με τα κινητά τους.
Ευτυχώς που έφυγαν κι οι κάτοικοι νωρίς. Δεν σου πάει να βλέπεις τον Μανιάτη που δεν υποτάχτηκε ποτέ στον Τούρκο να πουλάει τώρα σουβενίρ σε… δυτικούς τουρίστες. Θες να τον κρατήσεις μέσα σου περήφανο. Να έχει ένα πρόσωπο μαυριδερό, σκαμμένο από τον ανελέητο ήλιο και το βλέμμα αγριεμένο... Τον θέλεις αιμοβόρο, εκδικητικό. Έτοιμο να σκοτώσει και να σκοτωθεί σε βεντέτα «για λόγους τιμής», ακατανόητης βέβαια για τα δικά σου μέτρα.
Στη Μάνη και σε μερικά ακόμη ξεχασμένα χωριά της μανιάτικης ενδοχώρας παίρνεις απαντήσεις. Εκεί καταλαβαίνεις πώς στήθηκε, πώς επιβίωσε και με πόσες δυσκολίες κατάφερε να φτάσει ως εδώ το νεότερο Κράτος των Ελλήνων. Με τα ψέματα. Πέτρα στην πέτρα. Τρώγοντας ψωμί και κρεμμύδι.
Στους ερημικούς αυτούς τόπους και στα εγκαταλειμμένα αυτά σπίτια, αντιλαμβάνεσαι πόση υπομονή έκαναν, πόση καρτερία επέδειξαν και πόσο σκληρά δούλεψαν γενιές και γενιές Ελλήνων για να επιβιώσουν. Στερήσεις, πόλεμοι, ξενιτιά… Εμφύλια πάθη, φτώχεια, θάνατοι. Όλα τα κατάπιε αυτός ο λαός. Μάζεψε πολλές φορές τα κουρέλια του, τα έκρυψε επιμελώς πίσω από τους τοίχους των πέτρινων σπιτιών και σιώπησε με αιδημοσύνη, μη χάνοντας το κουράγιο του. Στεκόταν πάντα στην άκρη του Ταίναρου, αγνάντευε το άπειρο και ανέπεμπε προσευχές και ικεσίες για ένα καλύτερο αύριο.
Αφήνοντας τα απομονωμένα χωριά πιάνεις τα κοσμικά μανιάτικα ακρογιάλια. Γερολιμένας, Λιμένι, Πόρτο Κάγιο, Νέο Οίτυλο. Μοδάτα κοσμικά μπαράκια, πολυτελή καφέ, ακριβές ψαροταβέρνες που έχουν για κοινό ανθρώπους που δείχνουν τον πλούτο τους. Εκεί βλέπεις τη σημερινή Ελλάδα που λέει ότι έχει κρίση, περισσότερο επειδή δεν αναλογίζεται το πρόσφατο παρελθόν της για να καταλάβει τι θα πει πραγματική ανέχεια και ένδεια.
Ένα ταξίδι σε τόπους σαν τη Μάνη οφείλει να είναι ένα ταξίδι εθνικής αυτογνωσίας. Ειδικά τώρα που η χώρα ετοιμάζεται να τιμήσει τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, η αυτογνωσία είναι θεμέλιο για το μελλοντικό οικοδόμημα. Τα 200 χρόνια του Κράτους των Ελλήνων δεν είναι υπόθεση παρελάσεων και εθνικών ταρατατζούμ σε ενορχήστρωση Γιάννας Αγγελοπούλου. Είναι υπόθεση στοχασμού πρώτα–πρώτα και αποφάσεων κατόπιν.
Κάποιος Θεός με ξέβρασε στη Μάνη φέτος. Σαν έφευγα και αποχαιρετούσα νοερά τον Ταΰγετο, είχα πειστεί πως κάτι ήξερε και έσπρωχνε τα βήματά μου κατά κει.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr