Ο καθηγητής Συνταγματολόγος Ευάγγελος Βενιζέλος, σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο Παύλο Τσίμα, χαρακτήρισε την απόφαση της κυβέρνησης να διορίσει νέα ηγεσία στη δικαιοσύνη ως «μέγιστο θεσμικό ατόπημα και παρεμβολή στο έργο της δικαιοσύνης».
Με τη δήλωση του αυτή παραδέχτηκε ότι ο διορισμός των δικαστών, όταν είναι παράνομος αποτελεί παρεμβολή στο έργο της δικαιοσύνης. Δεν μας είπε όμως, όταν ο διορισμός των δικαστών δεν είναι παράνομος και γίνει νόμιμα από οποιαδήποτε (κομματική) Κυβέρνηση, δεν αποτελεί τότε παρέμβαση στο έργο της δικαιοσύνης;
Τόνισε επίσης ότι «στις κορυφαίες θέσεις της δικαιοσύνης η αρμοδιότητα ανατίθεται στο Υπουργικό Συμβούλιο για να υπάρχει σύνδεση της λαϊκής κυριαρχίας με τη Δικαιοσύνη, στο όνομα της Δημοκρατίας».
Κατά τον Ευάγγελο Βενιζέλο ο λόγος που το Υπουργικό Συμβούλιο, δηλαδή η Κυβέρνηση, ορίζει την ηγεσία της Δικαιοσύνης είναι «για να υπάρχει σύνδεση της λαϊκής κυριαρχίας με τη Δικαιοσύνη, στο όνομα της Δημοκρατίας».
Η νομική αυτή επιχειρηματολογία του Ε. Βενιζέλου είναι πολύ βολική για τους πολιτικούς. Η νομική του επιχειρηματολογία προσβάλλει όμως τη λαϊκή κυριαρχία και τη Δημοκρατία.
Σαφώς πίσω από τη φράση του «για να υπάρχει σύνδεση της λαϊκής κυριαρχίας με τη δικαιοσύνη» κρύβεται η φράση «για να υπάρχει σύνδεση του κομματικού κράτους με τη δικαιοσύνη».
Η λαϊκή κυριαρχία επιβεβαιώνεται και ενισχύεται, όταν αναγνωρίζεται η διάκριση των εξουσιών και η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και όχι όταν η ανώτατη δικαστική εξουσία διορίζεται από την εκάστοτε Κυβέρνηση.
Κατηγορεί την παρούσα κυβέρνηση ότι «επιδιώκει τον ασφυκτικό έλεγχο και τη χειραγώγηση της Δικαιοσύνης».
Εάν πράγματι δεν θέλει να συμβεί αυτό, να επιδιώξει και ως Συνταγματολόγος την κατάργηση του διορισμού της ηγεσίας των δικαστών επί των εκάστοτε κυβερνήσεων, που χρωματίζουν κομματικά τους δικαστές. Η Βουλή διαθέτει πληθώρα νομικών, που θα βρουν τρόπους, ώστε η ηγεσία της δικαιοσύνης να μην διορίζεται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Τρόποι υπάρχουν πολλοί. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Διορισμός της ηγεσίας της δικαιοσύνης, είτε από τους ίδιους τους δικαστές, είτε από ανεξάρτητες Αρχές, είτε από διακομματικές επιτροπές κ.ά.
Τέλος, αναφερόμενος ο Ε. Βενιζέλος στον χρόνο των εκλογών εξήγησε ότι βάσει του Συντάγματος η Κυβέρνηση θα έπρεπε να παραιτηθεί και να είχε διοριστεί Υπηρεσιακή.
Τονίζει επίσης ότι η διάλυση της Βουλής που εξαγγέλθηκε, δεν γίνεται για κρίσιμο εθνικό θέμα, αλλά γιατί η Κυβέρνηση έχασε την εμπιστοσύνη της Βουλής.
Αναφορικά με τον διορισμό Υπηρεσιακής Κυβέρνησης παρατηρούμε ότι: Ο διορισμός υπηρεσιακής κυβέρνησης αναφέρεται στο άρθρο 37§3 του Συντάγματος, που υπό ορισμένες συνθήκες ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναθέτει σε ανώτατους δικαστές τον σχηματισμό Υπηρεσιακής Κυβέρνησης.
Οι προϋποθέσεις του άρθρου δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση.
Όσον αφορά στον ισχυρισμό ότι η διάλυση της Βουλής δεν γίνεται για κρίσιμο εθνικό θέμα, αλλά γιατί έχασε η Κυβέρνηση την εμπιστοσύνη της Βουλής, παρατηρούμε ότι:
-Πρώτον, εθνικό θέμα σίγουρα υπάρχει, αφού όλοι οι 'Ελληνες γνωρίζουμε την κρισιμότητα των σχέσεών μας με τους Τούρκους, πράγμα που εύκολα μπορεί να επικαλεστεί η Κυβέρνηση.
-Δεύτερον, τυπικά η Κυβέρνηση έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, όπως αυτή προέκυψε από την πρόσφατη πρόταση εμπιστοσύνης, που ζήτησε η Κυβέρνηση.
Ο θεωρητικός ισχυρισμός του Ε. Βενιζέλου ότι η Κυβέρνηση έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής, όπως αυτό προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις και τις ευρωβουλευτικές εκλογές, στηρίζεται απλά σε μια υπόθεση, που θα αποδειχτεί ή όχι από τις επικείμενες εκλογές.
Τελικά η όλη αυτή αντιπαλότητα, κυρίως των δύο κομμάτων εξουσίας, εμφανίζει ανάγλυφα στο εκλογικό σώμα την εικόνα της λαχτάρας και της αγωνίας των κομμάτων για τον έλεγχο της δικαιοσύνης.
Η εικόνα αυτή:
1. Προσβάλλει την ανεξαρτησία του θεσμού.
2. Προσβάλλει την προσωπικότητα των δικαστών στους οποίους προσδίδεται έμμεσα κομματική χροιά.
3. «Καίει» τους συγκεκριμένους δικαστές, που έχουν οριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, σε περίπτωση που ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν υπογράψει το διάταγμα.
Ανακεφαλαιώνοντας παρατηρούμε ότι:
Στο θέμα του διορισμού των δικαστών είχε δύο επιλογές.
* Ή με την αναγγελία των εκλογών να αναστείλει κάθε κυβερνητική δραστηριότητα και να περιοριστεί στις τρέχουσες αναγκαίες υποθέσεις λειτουργώντας ως οιονεί υπηρεσιακή κυβέρνηση.
* Ή να συνεχίσει να λειτουργεί ως κυβέρνηση μέχρι την ημέρα των εκλογών επεμβαίνοντας σε κάθε θέμα της καθημερινότητας, που αυτή θα έκρινε.
Κατά τη γνώμη μου η πολιτική λογική οδηγεί στην πρώτη επιλογή της κυβέρνησης, ως ένδειξη στοιχειώδους ευαισθησίας έναντι των πολιτικών της αντιπάλων, του πολιτικού σώματος και της Δημοκρατίας. Όμως στην πολιτική ζωή του τόπου μας η πολιτική λογική έχει μετατραπεί σε πολιτική λογιστική. Ζούμε στον κόσμο της συναλλαγής. Στην πολιτική βιώνουν οι «κολοτούμπιδες» και οι «ΟΦΑ» (όπου φυσάει ο άνεμος). Οι πολιτικοί είναι σειρήνες της ιδιοτέλειας, του προσηλυτισμού και του λαϊκισμού. Είναι ικανοί να σε κάνουν να πιστέψεις ότι η Γη είναι επίπεδη.
Σ' αυτόν τον «αγγελικό κόσμο», που ζούμε, πώς είναι δυνατόν το προνόμιο του διορισμού των ανωτάτων δικαστών, που έχει ένα κόμμα να το μεταβιβάσει σε άλλο κόμμα για να αποκτήσει αυτό τη δυνατότητα του ελέγχου και της χειραγώγησης των δικαστών;
Πιστεύω ότι την ίδια τακτική ακολουθούν όλα τα κόμματα (με κάποιες εξαιρέσεις, για να μην αφήσουμε χωρίς ελπίδα την ελπίδα).
Υποθέτω ότι αν ζούσε ο Κώστας Βάρναλης, θα ξαναέλεγε: «Θεριά οι άνθρωποι και δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν. Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες φορές θα σε σταυρώσουν».
Από τον Αστέριο Καζλάρη