Οι παραπάνω φράσεις αποτελούν απόσπασμα από το εισαγωγικό κείμενο του ζωγράφου Κυριάκου Κατζουράκη στην έκθεσή του με τίτλο «Αναφορά στην Γκουέρνικα», που πραγματοποιείται αυτό το διάστημα έως 3 Απριλίου 2019 στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας-Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα.
Δοκίμασα πρόσφατα την εμπειρία να επισκεφτώ την έκθεση, όπου ανάμεσα σε περισσότερες από σαράντα μικρές ή μεγάλες ζωγραφικές συνθέσεις, εμπνευσμένες από την εμβληματική «Γκουέρνικα» του Πικάσο (1937), ο Κατζουράκης αφήνει το δικό του ζωγραφικό αποτύπωμα εγκύπτοντας ξανά πάνω στο αριστούργημα του Ισπανού ζωγράφου, το οποίο συνεχίζει ακόμη να συγκινεί, να συγκλονίζει και να διατηρεί την επικαιρότητά του.
Περιδιαβαίνοντας την έκθεση, κοντοστάθηκα σε έναν πίνακα που έφερε τον τίτλο «Η σφαγή των αθώων». Οι μορφές που απεικονίζονταν στον πίνακα, μου φάνηκαν ακαθόριστες, ασχημάτιστες, αλλόκοτες. Πρόστρεξα στο εισαγωγικό κείμενο του ζωγράφου και θέλοντας να ικανοποιήσω την περιέργειά του, αποφάσισα να «ξεκλειδώσω» τον εσωτερικό κόσμο και να ενεργοποιήσω τη φαντασία δεκαπεντάχρονων παιδιών, μαθητών της Γ’ Γυμνασίου, στο πλαίσιο βιωματικής και εξατομικευμένης διδασκαλίας, σύμφωνα με τις νέες οδηγίες του Υπουργείου Παιδείας.
Η αφόρμηση δόθηκε από το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και συγκεκριμένα την πέμπτη ενότητα του σχολικού εγχειριδίου, που πραγματεύεται τον πόλεμο και την ειρήνη. Ένα από τα κείμενα της ενότητας αυτής μάλιστα καταπιάνεται με την «Γκουέρνικα» και αναπαριστά τον αυθεντικό πίνακα του Πικάσο. Ανέσυρα τον πίνακα του Κατζουράκη με τίτλο «Η σφαγή των αθώων» από το διαδίκτυο και προκάλεσα τους μαθητές μου στο πλαίσιο άσκησης ενταγμένης σε δίωρη γραπτή δοκιμασία να περιγράψουν τι «βλέπουν» στον πίνακα και ποια συναισθήματα εκείνος τους υποβάλλει.
Από τις απαντήσεις τους ενδιαφέρον παρουσιάζει η «ανάγνωση» του πίνακα και η «αποκάλυψη» των μορφών, καθώς αναφορικά με τα χρώματα (μουντά, κυριαρχία άσπρου και γκρι) και τα συναισθήματα που τους προκάλεσε ο πίνακας δεν υπήρξε διαφοροποίηση: θλίψη, πόνος, οδύνη, μελαγχολία, κατάθλιψη, άγχος, απόγνωση, οργή. Αντίθετα, μέσα στην «ακαταστασία», τη «σύγχυση» και «διαρκή κίνηση» του ζωγραφικού πίνακα που δεν «αφήνει να ξεχωρίσουμε φιγούρες και την κίνησή τους στον χώρο», οι μαθητές μπόρεσαν να διακρίνουν «μορφές ζώων ή αστροναυτών», «ανθρώπους που τους έχουν φερθεί σαν ζώα», «δύτες με σκάφανδρα», «κομμένα κεφάλια», «ατάκτως εριμμένα κομμάτια σανίδων».
Επιπλέον, στην περιγραφή του πίνακα οι μαθητές χρησιμοποίησαν λέξεις ή φράσεις που φαίνεται να προσεγγίζουν «την αλήθεια του» και να αποδίδουν τη φρικτή πραγματικότητα του εμφυλίου πολέμου: «χάος», «συνωστισμός», «έκρηξη», «σωρός, στοίβα από πτώματα», «απεγνωσμένος αγώνας για επιβίωση». Πράγματι, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η φαντασία των παιδιών οργιάζει. Ωστόσο, η ερμηνεία που δίνουν στις εικόνες έργων τέχνης σε πολλές περιπτώσεις εντυπωσιάζει. Γενικά, πιστεύω ότι όταν προκαλούμε τα παιδιά σε ενδοσκόπηση και «βύθισμα» στον εσωτερικό τους κόσμο, η διδασκαλία αποβαίνει μια λιγότερο απωθητική διαδικασία. Παράλληλα, προσφέρουν πολύτιμες υπηρεσίες στους δημιουργούς ώστε να «φωτιστούν» καλύτερα τα έργα τους. Γενικότερα, η διαθεματικότητα στη διδασκαλία και η αξιοποίηση των θεωρούμενων καλών τεχνών (θεάτρου, μουσικής, κινηματογράφου, χορού) ακόμη και σε σχολεία που δεν είναι εστιασμένα σε αυτές, κινητοποιεί τη φαντασία και τη δημιουργική σκέψη των μαθητών, ζητούμενα σε ένα πραγματικά σύγχρονο σχολείο.
Από τον Βασίλη Πλατή, φιλόλογο - δρ Ιστορίας Α.Π.Θ.