Για μένα, κάθε οικονομική θεωρία, για να γίνεται αποδεκτή και σεβαστή, πρέπει να κρίνεται με βάση το πρακτικό της αποτέλεσμα και πάντα, αναφορικά με τον άνθρωπο και το κατά πόσο αυτή συμβάλλει στη βελτίωση της ζωής όλων, ανεξαιρέτως, των πολιτών. Αυτό σημαίνει, ότι, εκτός των άλλων, πρέπει να μπορεί να αυξάνει τον παραγόμενο πλούτο και να τον μοιράζει δίκαια.
Υπό την έννοια αυτή, αν κρίνουμε τον κρατισμό, που θέλει τα πάντα κρατικά και το κράτος επιχειρηματία, ει δυνατόν, σ’ όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, ενώ είναι σε θέση να μοιράζει καλύτερα και δικαιότερα τον παραγόμενο πλούτο, αφού, στην περίπτωσή του, ένας κάνει κουμάντο, υστερεί, δυστυχώς, στην αύξησή του. Και αυτό, γιατί το βασικό κίνητρο, για να αποδίδει κανείς στην εργασία του είναι η αξιοκρατία και το κέρδος όταν, όμως, η πρώτη πάει περίπατο και η μερίδα του λέοντος απ’ το δεύτερο, αντί να κατευθύνεται προς την τσέπη του, καταλήγει στον κρατικό κορβανά και αξιοποιείται κατά το δοκούν, τότε χάνει την αξία του κινήτρου για περισσότερη και ποιοτικότερη εργασία.
Πέραν τούτου, είναι αποδεδειγμένο ότι πολλοί εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα δεν ιδρώνουν τη φανέλα τους και δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα, όταν γνωρίζουν, ότι "βρέξει-χιονίσει, η καραβάνα θα γιομίσει", και ότι, και να δουλέψουν περισσότερο, τρεις και εξήντα θα πάρουν. Αν, μάλιστα, λάβει κανείς υπόψη του ότι ο κρατισμός διάκειται, δυσμενώς, προς την ιδιοκτησία και προς την εργοδοσία, αφού θέλει τα πάντα δικά του, και, γι’ αυτό την αντιμετωπίζει ανάλογα, τότε, εύκολα μπορεί να αντιληφθεί γιατί δεν μεγαλώνει η πίτα και ο παραγόμενος προς διανομή πλούτος, όταν αυτός επικρατεί.
Απ’ την άλλη ο νεοφιλελευθερισμός ή θατσερισμός, όπως επικράτησε αυτός να αποκαλείται τα τελευταία χρόνια, δεν τα πάει καλά, ως γνωστόν, με το κράτος-επιχειρηματία, εμπιστεύεται, κατά κύριο λόγο, την ιδιωτική πρωτοβουλία και διακηρύττει την αξιοκρατία, έχει, όμως, θεοποιήσει το κέρδος. Έτσι, ενώ, με τη βοήθεια των συνταγών του συμβάλλει στο μεγάλωμα της πίτας, η αύξηση του πλούτου δεν καταλήγει, συνήθως, στις τσέπες των εργαζομένων, αλλά, κυρίως, σ’ αυτές των εργοδοτών τους. Στην περίπτωση αυτή, είναι φυσικό να ευημερούν οι αριθμοί και οι εργοδότες, όχι, όμως κατ’ ανάγκη, και όλοι οι πολίτες, η ευημερία των οποίων, και μάλιστα όχι όλων, επαφίεται, κυρίως, στον πατριωτισμό και στην ευαισθησία της εργοδοσίας.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ούτε ο νεοφιλελευ θερισμός, ούτε ο αμιγής κρατισμός είναι σε θέση να εξασφαλίσουν την ευημερία όλων των πολιτών, τη στιγμή που στο κοινωνικό σώμα υπάρχουν τεράστιες αποκλίσεις μεταξύ εχόντων και μη. Γι’ αυτό και έχουν προκύψει κεντροδεξιά και κεντροαριστερά πολιτικά κόμματα με μείγματα πολιτικής, που αποκλίνουν τα μεν πρώτα προς τις αρχές του φιλελευθερισμού και, μάλιστα, του κοινωνικού, ενώ τα δεύτερα προς αυτές του κρατισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και αυτά σε θέση να παράγουν τόσο πλούτο και να τον μοιράζουν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε όλοι οι πολίτες να τρώνε με χρυσά κουτάλια. Γι’ αυτό και δε χρειάζονται ούτε αφορισμοί, ούτε αυταπάτες, πολύ περισσότερο, όταν η χώρα μας ανήκει στη μεγάλη Ευρωπαϊκή οικογένεια, όπου, ως επί το πλείστον, ισχύουν και εφαρμόζονται οι κανόνες της ελεύθερης αγοράς.
Μια που σ’ αυτή την οικογένεια και σ’ αυτή την αγορά μάς έβαλε μόνη της η Ν.Δ. και, με απανωτά συνέδρια, ο κ. Μητσοτάκης έδωσε το στίγμα και περιχαράκωσε την ταυτότητά της ως κόμμα λαϊκό, που πιστεύει στον κοινωνικό φιλελευθερισμό και, κατά συνέπεια, νοιάζεται για όλους τους Έλληνες, αν μη τι άλλο, δεν αντιλαμβάνομαι τις απόψεις του κ. Μαλέλη. Φαίνεται, μάλλον, πως ξεχνά ότι ο υπαρκτός σοσιαλισμός κατέρρευσε και ότι η αριστερά, με την ευρύτερη έννοια του όρου, απέδειξε την ανεπάρκειά της και την ασυνέπεια λόγων και έργων, εκεί όπου επικράτησε. Και επειδή ο κ. Τσίπρας τα πάει καλά, πλέον, με την Ευρώπη των μονοπωλίων και με την κ. Μέρκελ, που, μέχρι πρόσφατα, καθύβριζε, σ’ ό,τι με αφορά, προτιμώ τον Μητσοτάκη που πιστεύει στην Ευρωπαϊκή πολιτική, και όχι αυτόν που σύρθηκε σ’ αυτήν και γι’ αυτό τεχνηέντως την υπονομεύει.
Από τον Κώστα Γιαννούλα