- Βύνια; Όλα καλά καρδιά μου;
Η Βύνια ανοιγόκλεισε τα μάτια. Με τον τρόπο αυτό λέει «ναι» εδώ και έξι χρόνια...
Η Βύνια, η δική του Βύνια, δεν μιλά πια, εγκεφαλική αιμορραγία διέγνωσαν οι γιατροί στην Εντατική και ίσα που την πρόλαβαν. Τελικά έζησε. Ένα φυτό. Αλλά έζησε. Προσπάθειες αποκατάστασης δύο ετών, σε ειδική κλινική περιφερειακά της Λάρισας, επέφεραν μάλλον πενιχρά αποτελέσματα.
Αλλά εκείνου του φτάνει. Στην τελική, δεν μπορείς να τα έχεις όλα στη ζωή. Του αρκεί που τη βλέπει, που βλέπει τη Βύνια του, τη δική του Βύνια. Νιώθει τον ίσκιο της. Η ανάσα της ακούγεται πάντα μέσα στο σπίτι, ρυθμική και ανάλαφρη σαν μικρού κοριτσιού, στο σπίτι αυτό που έχουν ζήσει μαζί, χρόνια πολλά, άλλοτε ευτυχισμένα, άλλοτε πικρά, «α, πόσο βάσανο μεγάλο το βάσανο είναι της ζωής...» καμιά φορά τα λόγια του Βάρναλη μοιάζουν τόσο παρηγορητικά.
- Που λες Βύνια μου, θα σου φτιάξω μια μακαρονάδα σπέσιαλ... Ιταλική συνταγή. Aglio e olio. Θυμάσαι κάποτε στο Πόρτο Φίνο; Καταπληκτικό ταξίδι ε; Απλή συνταγή είναι, μην νομίζεις. Αλλά η νοστιμιά είναι στην απλότητα αγάπη μου, τα πολλά καρυκεύματα, οι σάλτσες και οι κρέμες γάλακτος αφαιρούν από τη γεύση. Να, κοίτα, έχουμε λαδάκι, πιπεριές κόκκινες και πιπεριές πράσινες. Και κρεμμύδι και σκόρδο που κάνει καλό και στην πίεση. Το συνιστούν και οι γιατροί... Λοιπόν, κάτσε να σου βάλω και καλοριφέρ, έπεσε πάλι η θερμοκρασία, κρύος χειμώνας ο φετινός.
Η Βύνια ανοιγόκλεισε τα μάτια. Του φάνηκε πως χαμογέλασε κιόλας.
Το σπίτι πιάνει μετά βίας τους 19 βαθμούς. Όπως στα περισσότερα σπίτια της χρεοκοπημένης χώρας. Χρήση καλοριφέρ λελογισμένη. Η περικομμένη σύνταξη του παλιού καθηγητή, δεν επιτρέπει πλέον πολυτέλειες. Για τον ίδιο δεν τον νοιάζει. Κάνει δουλειές, κινείται, δεν κρυώνει. Τη Βύνια, που μένει ακίνητη, τη σκεπάζει με μια καρό «φλις» κουβέρτα.
- Λοιπόν Βύνια πρέπει να ξαναπάμε οπωσδήποτε στο Πόρτο Φίνο...
Ήταν πράγματι ένα καταπληκτικό ταξίδι... Ήταν νέοι, ερωτευμένοι, αθάνατοι. Οι νέοι πάντα νομίζονται αθάνατοι. Ήταν και οι δύο από τα γνωστά «παιδιά» της Λάρισας. Είχαν ερωτευθεί και ήταν μαζί από το Α’ Αρρένων και Α’ Θηλέων ακόμη. Είχαν πολλούς φίλους, απέκτησαν καλές δουλειές, έκαναν καλά λεφτά. Χρόνια καλά, με καθημερινές εξόδους και ταξίδια πολλά.
Πόρτο Φίνο... Μέρος μαγικό. Εκείνος, καθισμένος στη βεράντα του ξενοδοχείου «Splendido» έπινε καμπάρι και είχε «πιάτο» το κοσμικό λιμανάκι των διασήμων... Με την άκρη του ματιού του βλέπει τη Βύνια μπροστά στον καθρέφτη. Ετοιμάζεται για τη βραδινή τους έξοδο... Πόσο όμορφη είσαι Βύνια... Τη βλέπει να χτενίζει το εβένινο μαλλί που συνδυάζεται έξοχα με το κάτασπρο δέρμα της... Βύνια είσαι αερικό, ξωτικό, Βύνια είσαι έρωτας...
Ξανακοιτάζει τη Βύνια καθώς της τακτοποιεί την κουβέρτα... Μόνο τα μαλλιά έμειναν πια από την παλιά εικόνα, αρκετά απεριποίητα, «πρέπει να φωνάξουμε την κοπέλα καλή μου, να σου τα βάψει, οι άσπρες τρίχες δείχνουν άσχημες».
Λοιπόν, πρώτα τσιγαρίζουμε το κρεμμύδι μας... Το σκόρδο στο τέλος...
Κάθισε σε μια καρέκλα κουρασμένος... Μεγάλωσε πια. Και οι δουλειές πολλές... Τα πρωινά είναι καλύτερα. Λίγο οι δουλειές στο σπίτι, λίγο η έξοδος για ψώνια ή για την πληρωμή λογαριασμών στο διπλανό Προποτζίδικο, φεύγουν οι ώρες. Μα τα δειλινά;
Τα δειλινά αναλογίζεται τη ζωή του... Πέφτει σε βαθιά μελαγχολία... Ώστε έτσι θα είναι από δω και πέρα; Ζωή δίπλα σ’ έναν άνθρωπο που απλώς αναπνέει; Ποιος τα όρισε έτσι; Γιατί πρέπει να ζουν οι ανίατα άρρωστοι και να παρασέρνουν μέσα στον βάλτο τους και τη ζωή των άλλων;
Δύσκολες σκέψεις. Που τον γεμίζουν ενοχές. Που δεν τολμά να ξεστομίσει σε κανέναν άλλο. Ποιος να καταλάβει αυτές τις ισορροπίες ανάμεσα σε ζωή και θάνατο;
- Θεέ μου σχώρα με... Δώσ’ μου κουράγιο να σηκώσω τον σταυρό.
Η Βύνια τον κοιτά με το ίδιο πάντα βλέμμα, ένα βλέμμα χαμένο στο πουθενά.
- Τι φταις και συ φουκαριάρα... συλλογιέται ο καθηγητής και της διορθώνει την κουβέρτα.
Βραδιάζει... Άντε Βύνια γλυκιά μου, άντε αγάπη μου να πάμε για ύπνο. Και εκείνη τον ακολουθεί στο κρεβάτι, όμοια με Ευρυδίκη τον Ορφέα της.
Είναι το ίδιο εκείνο κρεβάτι που δυο παιδιά, πραγματικά παιδιά όμως, δεν πρόλαβαν να βγάλουν τα ρούχα τους, εκείνος το μαύρο κοστούμι με το βυσσινί παπιγιόν και κείνη το νυφικό με το πλούσιο ντεκολτέ και το πέπλο, και να πέσουν εκεί... Να χαθούν μέσα στο πάθος τους...
Όταν η Βύνια κοιμάται, βάζει ένα ποτήρι ουίσκι και κάθεται στο τζάκι. Είναι η μόνη πολυτέλεια που απολαμβάνει πια στο τέλος μιας ακόμη βασανιστικής ημέρας. Τα ξύλα καίνε, οι φλόγες χορεύουν, το πρόσωπο πυρώνεται και η ζωή επιστρέφει στα κανονικά της...
«I found my love in Porto Fino» τραγουδά στο You tube η Δαλιδά κι εκείνος ταξιδεύει...
Όχι, το Πόρτο Φίνο δεν τελείωσε, δεν μπορεί να τελείωσε, τα πολύχρωμα φώτα του πάντα θα φωτίζουν το βράδυ τη θάλασσα και ο ήλος; Ο μεσογειακός ήλιος, πάντα θα καίει τα βότσαλα στην αμμουδιά...
Κι εκείνος, κάθε βράδυ, ρίχνει μπουκάλια στη θάλασσα... Σαν τον ναυαγό, περιμένει πως κάποιοι άλλοι, σε μια απέναντι ακτή, θα λάβουν το απελπισμένο μήνυμά του.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛEΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr