Οι άνθρωποι βαδίζουν, στο παγωμένο χιόνι, με τα ζεστά πανωφόρια τους, τα καπέλα και τις πολύχρωμες ομπρέλες τους, σαν να ήρθαν από μια άλλη εποχή. Εκείνη, καθισμένη στο τζάκι, αναπολεί τα παιδικά της χρόνια, όταν έπαιζε χιονοπόλεμο με τα αδέλφια της και όλα ήταν πιο ανέμελα. Όταν ήταν μικρό κοριτσάκι, με ξανθά μαλλιά μακριά, και χαρούμενη ανάμεσα στους δικούς της ανθρώπους.
Κοιτιέται στον καθρέφτη και βλέπει πως τα μαλλιά της μοιάζουν με το χιόνι που πέφτει έξω. Πόσο γρήγορα πέρασαν τα χρόνια...
Το χιόνι έχει σκεπάσει τα πάντα, κι αυτή καθισμένη στην πολυθρόνα, δίπλα στο τζάκι, πλέκει κασκόλ για ανιψάκια της, αφήνοντας τις φλόγες να ζεστάνουν το κορμί και την καρδιά της.
Η χαρά της είναι αυτή, να τα βλέπει ευτυχισμένα, να τρέχουν κοντά της, να την αγκαλιάζουν, λέγοντας «θεία, σ’ αγαπάμε». Τι ευτυχία είναι αυτή.
Κάποιες φορές βρίσκεται σε απόγνωση και αναρωτιέται «Μ’ αγαπάνε όσο εγώ», την πραγματική αλήθεια δεν την βλέπει, είναι κάπως απόμακρη.
- Σίγουρη δεν μπορείς ποτέ να είσαι για τους ανθρώπους, ποτέ δεν τους μαθαίνεις και δεν μπορείς να τους ψυχολογήσεις. Και ψάχνεις ακόμη, για μια ανάσα αλήθειας.
Κρατάει τη ζωή στα χέρια της και τα δικά της θέλω. Τα προσπερνάει όλα μες στη σιωπή. Η ηθική της είναι σε ανώτερο επίπεδο. Είναι πάντα γλυκύτατη και αγαπάει τους ανθρώπους με έναν δικό της τρόπο. Η μεγαλοψυχία της είναι σαν τις σταγόνες της βροχής που τις ρουφά το χώμα. Τα όνειρα σβήνουν κι εκείνη την ώρα νοσταλγεί όλα αυτά που δεν ήρθαν ποτέ. Οι δέκτες του χρόνου γυρίζουν στον ίδιο ρυθμό και οι ελπίδες βουλιάζουν σε ένα παγωμένο ποτάμι, παίρνοντας όλο το νέκταρ της ζωής που πέρασε. Τον λόγο τώρα τον έχει η καρδιά, μια τρυφερή, πονετική καρδιά, που φωνάζει ναι... πόση αγάπη έχει για τους ανθρώπους γύρω της.
Νίκη Κεφαλέα - Παναγούλη