Ο άνεμος φυσάει με μανία και κάνει τα παραθυρόφυλλα να τρίζουν και οι άνθρωποι είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους, δίπλα στα αναμμένα τζάκια τους. Ο χιονιάς έχει απλώσει κατάλευκα σεντόνια στις στέγες των σπιτιών. Όλοι χαίρονται τα δώρα του χιονιού και δεν τα ένοιαζε που φορούσαν κάτασπρες χιονούλες, που έμοιαζαν σαν πολυέλαιοι της εκκλησίας. Όλοι είχαν βοηθηθεί και έχουν παγώσει. Είναι παραμονή Χριστουγέννων και ένας γέρος ρακένδυτος και πεινασμένος έξω από ένα πλούσιο αρχοντικό, στέκεται έξω από την καταπακτή. Μέσα στο κατάκλειστο σπίτι η αρχόντισσα με τα αχτένιστα μαλλιά της κάθεται στη δερμάτινη πολυθρόνα της δίπλα στο τζάκι. Δύο υπηρέτριες την υπηρετούν και η μία μάλιστα κουνώντας την πολυθρόνα της. Ο νοικοκύρης όρθιος έσταζε τα χοιρομέρια και η μοσχοβολιά της χωριάτικης γαλοπούλας μέθαγε. Στη μέση της σάλας υπήρχε το τραπέζι στρωμένο με πλούσια εδέσματα. Προχώρησε ο φτωχός γέροντας προς την πόρτα, ενώ η ώρα ήταν μεταμεσονύκτια. Ξαφνιασμένος ο άρχοντας πήγε να ανοίξει. Σε παρακαλώ πολύ είπε το γεροντάκι. Κρυώνω και πεινώ πολύ. Δέξου με γιατί έρχομαι από πολύ μακριά. Πριν προλάβει το γεροντάκι να πει άλλη λέξη, ο άρχοντας τον απόδιωξε λέγοντας: Φύγε από το αρχοντικό μου. Δεν δεχόμαστε γέροντες ρακένδυτους και πλαγιασμένους. Ο ξένος όμως συγχώρεσε το αφιλόξενο ανδρόγυνο. Έφυγε το γεροντάκι με την ελπίδα πως θα έβρισκε κάπου αλλού καταφύγιο για να περάσει τη νύχτα. Έτσι, χωρίς να απογοητευτεί τράβηξε σ' ένα αντικρινό φτωχόσπιτο που είχαν μια φτωχή ξύλινη παράγκα. Έτσι, καθώς πήγε να χτυπήσει την τσίγκινη πόρτα, ένας άνδρας άνοιξε βιαστικά και τον συμμάζεψε μέσα, γιατί ο βοριάς ήταν παγερός και δεν αστειευόταν, μπορούσε να παγώσει και να πεθάνει το γεροντάκι. Η γυναίκα μόλις είδε το γεροντάκι, πρόθυμα του έφερε ζεστά ρούχα του άνδρα της να τα φορέσει. Το γεροντάκι κάθισε κοντά στη φωτιά και η γυναίκα του έφερε αμέσως για να φάει, ό,τι είχε στο σπίτι, δηλαδή ελιές, ντομάτα και ψωμί, αφού ήταν και νηστεία ακόμη. Ύστερα, αφού έφαγε και ζεστάθηκε για τα καλά το γερασμένο γεροντάκι, η γυναίκα έστρωσε κάτω να κοιμηθεί το ανδρόγυνο και του ξένου του είπαν να πλαγιάσει στο κρεβάτι τους. Σας παρακαλώ, είπε το γεροντάκι, εγώ θα ξεκουραστώ εδώ χάμω, δίπλα στο τζάκι. Και όσο και αν επέμεναν, δεν του άλλαζαν την απόφασή του! Την άλλη ημέρα σηκώθηκαν όλοι τους πολύ πρωί. Ο βοριάς φυσούσε ανελέητα και το χιόνι σκέπασε τα πάντα. Ο ξένος έτσι ετοιμάστηκε να φύγει ενώ το ανδρόγυνο τον παρακάλεσε να μείνει στο σπίτι τους όσο θα ήθελε και να περάσει η βαρυχειμωνιά. Σας παρακαλώ, είπε το γεροντάκι, πρέπει... πρέπει να φύγω και να πηγαίνω και σ' άλλα νοικοκυριά που με έχουν ανάγκη. Περίμενε, είπε το ανδρόγυνο τουλάχιστον να πιεις ένα ζεστό τσάι και να πάρεις λίγο ψωμί και ελιές μαζί σου. Και ω του θαύματος! Ώσπου να επιστρέψει το ανδρόγυνο από την κουζίνα, είδαν κατάπληκτοι και μπροστά τους αντί για το γεροντάκι έναν νέο με ολόλευκο χιτώνα που προσευχόταν στο εικόνισμα. Τότε το ανδρόγυνο γονάτισε και ψιθύρισε: "Ο Κύριος". Και ο ξένος είπε: Ας είστε ευλογημένοι. Πήγα σ' ένα πλούσιο σπίτι, αρχοντικό και με διώξανε. Εσείς όμως, αν και φτωχοί, με περιποιηθήκατε με το παραπάνω. Και προτού το ανδρόγυνο συνέλθει από αυτό το αληθινό γεγονός και θαύμα, ανήμερα των Χριστουγέννων είδαν... είδαν την πόρτα ν' ανοίγει από μόνη της και ο Χριστός να προχωρεί στη χιονισμένη στρώση της φιλόξενης αυλής του φτωχού σπιτιού και να εξαφανίζεται μυστηριωδώς.
Θα κλείσουμε αυτήν την επικαιρότητα και με μια στροφή από το ποίημα "Νύχτα Χριστουγέννων", που πράγματι ραντίζει τις ανθρώπινες ψυχές με χριστουγεννιάτικο άρωμα και τις λέει τα εξής: "Χριστούγεννα και στη γη να απλωθεί, το μήνυμα, επί της ειρήνης, και όλοι οι άνθρωποι αδελφοί και η γη τόπος χαράς να γίνει...".
Νικόλαος Σισκόπουλος, μέλος του Α' ΚΑΠΗ