Θα έπιανε πόρτο το μπάρκο του καπετάν-Νικόλα κι όπως πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις, γινόταν πανηγύρι.
Φωνές, καλωσορίσματα, αγκαλιές, φιλιά, τραγούδια κι ο καπετάνιος στη σκάλα να καμαρώνει όλη αυτήν την… κοσμοχαλασιά.
Άλλοι περίμεναν γιο, αδερφό, σύζυγο, αρραβωνιαστικό και άλλοι, κατέβηκαν έτσι, για όλο αυτό το πανηγύρι.
Η καπετάνισσα η Ασήμω ντύθηκε και περίμενε στο ανώι, μπροστά στο παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα, να φανεί το καράβι του άντρα της.
Δεν κατέβαινε ποτέ στο λιμάνι, ήθελε να είναι μόνη της, να χαρεί τους ανθρώπους της στη σάλα του σπιτιού. Μαζί με τον καπετάν-Νικόλα ήταν κι ο μεγάλος τους γιος ο Γιώργης.
Ο Γιώργης ταξίδευε απ’ τα δεκαπέντε του μαζί με τον πατέρα του. Πριν από δύο χρόνια όμως τους βρήκε μια μεγάλη συμφορά. Σε ένα ναυάγιο που έγινε στη Μεσόγειο - και ευτυχώς που γλίτωσαν και οι δικοί της και το πλήρωμα-μετά από μια τεράστια πάλη με τα μανιασμένα κύματα, ο Γιώργης έπαθε ένα μεγάλο σοκ. Έχασε τη φωνή του. Ήταν φυσικά πολύ καλό που γλίτωσαν, αλλά έμεινε αυτό το μεγάλο πρόβλημα στον γιο της.
Ο καπετάν - Νικόλας τον έτρεξε στους καλύτερους γιατρούς, όχι μόνο εδώ στη χώρα μας αλλά και στο εξωτερικό.
Δυστυχώς όμως δεν έγινε τίποτα. Όλοι οι γιατροί έλεγαν το ίδιο. «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα είναι ψυχολογικό, κάποια στιγμή θα βρει τη φωνή του, έτσι όπως την έχασε».
Η καπετάνισσα η Ασήμω είχε απογοητευτεί, μόνο μια ελπίδα είχε, στον Θεό. Γονάτιζε στα εικονίσματα και προσευχόταν, έτρεχε στις εκκλησίες και στα μοναστήρια σε όλο το νησί κι όχι μόνο. Και κάθε φορά που γυρνούσε από ταξίδι είχε την αγωνία για το πώς θα είναι το παιδί.
Έτσι και τώρα. Μόλις είδε από μακριά ένα καράβι να κόβει ρότα προς το λιμάνι κι όσο πλησίαζε γνώρισε το μπάρκο του άντρα της, η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά.
Πήγε στο μαγειρειό, ήπιε ένα ποτήρι νερό, οι δύο κόρες της είχαν κατέβει κι εκείνες από ώρα στο λιμάνι, μαζί με όλους του νησιώτες και ξαναπήγε στο παράθυρο.
Ο Γιώργης ήταν ένας λεβέντης νέος γύρω στα τριάντα. Πριν συμβεί το κακό, πολλές νησιωτοπούλες καρδιοχτυπούσαν στο πέρασμά του. Εκείνος όμως μια ξεχώριζε, τη Λενιώ. Ήταν μια λυγερόκορμη κοπελιά, με μαύρα μάτια και σκούρα σγουρά μαλλιά.
Η καπετάνισσα την αγαπούσε σαν κόρη της κι ας μην είχαν δώσει ακόμα ούτε λόγο. Λογάριαζαν εκείνη τη χρονιά, πριν συμβεί το κακό, να αρραβωνιαστούνε αλλά ήρθαν αλλιώς τα πράγματα. Η Λενιώ δεν άλλαξε γνώμη, αλλά ο Γιώργης δεν το αποφάσιζε, είχε μια ελπίδα, πως κάποια στιγμή θα έβρισκε τη φωνή του και τότε θα γίνονταν όλα όπως τα είχαν λογαριάσει οι δύο οικογένειες.
Ο Γιώργης παρέμενε εύρωστος, γερός και λεβέντης και τα μυαλά του τα είχε τετρακόσια, μόνο η φωνή του έλειπε. Αλλά για εκείνον, αυτό δεν ήταν λίγο. Κυκλοφορούσε με ένα μπλοκάκι και ένα μολύβι στην τσέπη του, για να συνεννοείται με το περιβάλλον…
Ανήμερα Χριστούγεννα ξημερώματα χτύπησε η καμπάνα στην εκκλησία της Μεγαλόχαρης. Όλη η οικογένεια ήταν έτοιμη από ώρα. Όταν έφθασαν στην εκκλησία ο κόσμος ήταν λιγοστός, ήταν νωρίς ακόμα. Στάθηκαν σε μια γωνιά και η καπετάνισσα όπως πάντα, γονάτισε έτσι θα έμενε σε όλη τη λειτουργία. Το είχε κάνει τάμα στην Παναγία από τότε που έγινε το ναυάγιο.
Κάποια στιγμή τελείωσε η λειτουργία. Αντάλλαξαν ευχές, καλωσορίσματα οι νησιώτες και η Λενιώ αγκάλιασε τον Γιώργη με λαχτάρα, αγνοώντας τον περίγυρο και του ευχήθηκε τα καλύτερα.
Σε λίγο έφθασαν στο σπίτι. Η ψυχοκόρη η Μαριώ τα είχε όλα έτοιμα, έφυγε λίγο νωρίτερα απ’ την εκκλησία. Η αστακόσουπα άχνιζε ζεστή και πεντανόστιμη στην πιατέλα. Μόλις απόφαγαν, ο Γιώργης έγραψε στο μπλοκάκι, πως θέλει να πάει να ξαπλώσει γιατί ένιωθε… κάπως. Δεν τον εμπόδισαν.
Κόντευε μεσημέρι κι ο Γιώργης δεν είχε ξυπνήσει ακόμα.
Η καπετάνισσα ανησύχησε, σκέφτηκε να πάει να του χτυπήσει την πόρτα, αλλά ο καπετάν-Νικόλας δεν την άφησε.
«Μην το ενοχλείς είναι κουρασμένος απ’ το ταξίδι, ξυπνήσαμε κι απ’ το χάραμα σήμερα, άφησέ τον, ό,τι ώρα ξυπνήσει». είπε.
Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα, βγήκε ο Γιώργης… χαρούμενος και γελαστός… Αγκάλιασε τη μάνα του. «Μάνα μου…» φώναξε… «Έγινε το θαύμα που περίμενες..!».
«Γιόκα μου… λεβέντη μου, βρήκες τη μιλιά σου καμάρι μου…».
Έτρεξε στα εικονίσματα, γονάτισε με μάτια πλημμυρισμένα από δάκρυα.
Όλη η οικογένεια μαζεύτηκε στη μεγάλη σάλα. Αγκαλιές, φιλιά, προσευχές, για το θαύμα των Χριστουγέννων, που θα έμενε ανεξίτηλο στο μυαλό τους για όλη τους τη ζωή.
Από την Καλλίτσα Γκουράβα - Δικτά, λογοτέχνη