Τότε που ο θείος μου, λάτρης παθιασμένος του κελαηδήματος, έστηνε καρτέρι με τις ώρες και με ξόβεργες να πιάσει άγρια πουλιά, να πιάσει έναν άγριο γεννήτορα. Κάποτε πήρε και μένα σ’ ένα καρτέρι και του έφερα τύχη, γιατί κατάφερε και έπιασε έναν κίτρινο φλώρο με άσπρη κοιλιά. Ένα μικρόσωμο πουλί που δεν ξεχώριζε ο λαιμός του από το κεφάλι. Δεν έδειχνε και πολύ τρομαγμένο κατά περίεργο τρόπο, ίσως γιατί δεν ήξερε ακόμη τι θα ακολουθούσε. Όπως δεν ήξερα και εγώ. Ήταν μετά του Αγιαννιού, όταν το έκλεισε ο θειός μου σ’ ένα σεντούκι για να ημερέψει όπως έλεγε το άγριο πουλί, να ξεχάσει την προηγούμενη ζωή του, να μπερδέψει τις εποχές και να ρίξει τα φτερά του. Μετά θα το έβαζε στη ζευγαρώστρα του, με τη δικιά του καναρίνα που δεν γνώρισε ποτέ της τη γλύκα της ελευθερίας και οι απόγονοί τους θα έκαναν τα καλύτερα και ομορφότερα κελαϊδίσματα. Έτσι πίστευε ο θείος, αυτό προσδοκούσε, δεν υπολόγισε όμως εμένα, που δύο μέρες άντεξα το μαρτύριο του πουλιού, δύο νύχτες είχα να κλείσω μάτι, φέρνοντας συνέχεια στον νου μου το απόλυτο σκοτάδι. Η εικόνα του μικρού πουλιού, κλεισμένο μέσα στο σκοτεινό ξύλινο κουτί με βασάνιζε. Το απελευθέρωσα, άνοιξα το καπάκι του βασανισμού. Το πουλί από το άπλετο φως που ξεχύθηκε πάνω του, έμεινε εντελώς ακίνητο, μέχρι που η φύση έκανε τη δουλειά της και σε μερικά λεπτά πέταξε στο αντικρινό δέντρο. Κελάηδησε όμορφα για λίγο, ίσως για εμένα και χάθηκε, όπως χάθηκα και εγώ, αφού ο θείος με κυνήγησε με άγριες διαθέσεις. Έκανε και τα παράπονά του στους δικούς μου. Η οικογένειά μου διχάστηκε, άλλοι πήραν το μέρος μου κι άλλοι το δικό του. Μα ο λόγος του παππού είχε μεγαλύτερη βαρύτητα, έτσι ήταν εκείνα τα χρόνια. Σωστά έπραξα, είπε ο παππούς, που ελευθέρωσα το άγριο πουλί και να με αφήσουν ήσυχο. Μα στις μέρες μας η γνώμη του παππού δεν έχει την ίδια βαρύτητα και όπως πολύ σωστά γράφει ο δημιουργός του παραπάνω τραγουδιού «Ισίδωρος Παπαδάμου», με μια ματιά εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι η μέθοδος του σεντουκιάσματος εφαρμόζεται και στους ανθρώπους. «Πολλοί σεντουκιασμένοι κυκλοφορούν ανάμεσά μας».
Ίσως λέω εγώ, το δικό μας σκοτεινό σεντούκι τούτα τα χρόνια να είναι η νέα ψηφιακή πραγματικότητα. Με τη συνεχή υπερέκθεση της καθοδηγούμενης πολλές φορές πληροφόρησης. Ένα κινητό μάς κρατάει αιχμαλώτους και κλεισμένους σ’ έναν δικό του κόσμο, μας κρατάει σε μια νέα μορφή σκλαβιάς. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι ο ψηφιακός κόσμος και τα κοινωνικά δίκτυα, έχουν αναλάβει πια τον κύριο ρόλο στις ανθρώπινες σχέσεις. Ποιος όμως θα έχει τη δύναμη να ανοίξει το σκοτεινό σεντούκι να βγούμε από την παράλληλη πραγματικότητα; Όπως πάμε είναι σίγουρο πως σύντομα θα γίνουμε σεντουκιασμένοι φλώροι και θα νομίζουμε πως κελαηδάμε ελεύθεροι.
Από τον Ευστάθιο Δ. Γαϊτανίδη