Γιατί τότε μόνο νιώθει κανείς πραγματικά ελεύθερος, όταν είναι ελεύθερος να διατυπώνει χωρίς φόβο την άποψή του. «Όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά», τόνιζε ο εθνομάρτυρας Ρήγας.
Η πορεία όμως για τη δημιουργία μιας «ανοιχτής κοινωνίας», όπως την περιέγραψε ο Karl Popper στο ομότιτλο έργο του, δεν υπήρξε ευθύγραμμη. Υπήρξαν πολλές οπισθοχωρήσεις. Τον 20ό μάλιστα αιώνα η Ευρώπη, που είχε κατορθώσει να δημιουργήσει κράτη με «ανοιχτές κοινωνίες», σαρώθηκε από αυταρχικά πολιτικά και κοινωνικά καθεστώτα, που απαγόρευαν όχι μόνο την ελεύθερη έκφραση, αλλά και το δικαίωμα να σκέφτεται κανείς ελεύθερα. Κομμουνισμός, φασισμός, ναζισμός και άλλες ποικιλόμορφες δικτατορίες δημιούργησαν εφιαλτικά για τον άνθρωπο κοινωνικά και πολιτικά καθεστώτα, που τόσο παραστατικά παρουσιάζει ο Τζ. Όργουελ στο «1984». Ένας «Μεγάλος αδερφός» καθόριζε απόλυτα τη σκέψη του κάθε πολίτη.
Τον ανελεύθερο αυτό κόσμο αποτίναξε η Δ. Ευρώπη μετά τον β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Στην Ελλάδα μόνο μετά το 1974 διαμορφώθηκε το φιλελεύθερο εκείνο πολίτευμα, που επέτρεπε σ’ όλους τους πολίτες της, χωρίς εξαίρεση, να σκέπτονται ελεύθερα και να διατυπώνουν την άποψή τους χωρίς να φοβούνται.
Αλλά, ενώ απαλλαχτήκαμε από τις εξωτερικές δεσμεύσεις και λογοκρισίες, σταδιακά και χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε άρχισαν να περιζώνουν τη σκέψη μας άλλου είδους δεσμά. Κοινωνικές προκαταλήψεις, θρησκευτικές δεισιδαιμονίες, πολιτικές ιδεολογίες, μας οδήγησαν στην ένταξή μας σε διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις, σε ποδοσφαιρικές και άλλες ομάδες, αλλά κυρίως σε πολιτικά κόμματα και μας έκαναν να σκεφτόμαστε όχι ελεύθερα, αλλά όπως προστάζουν τα κελεύσματα αυτών που ελέγχουν το κόμμα, στο οποίο είτε είμαστε οργανικά ενταγμένοι είτε πιστεύουμε σ’ αυτό, χωρίς όμως να είμαστε μέλη του.
Ο κομματικός αυτός προσανατολισμός δεσμεύει τη σκέψη και την αναγκάζει να βλέπει τα πάντα μέσα από την οπτική γωνία του κόμματος, στην ουσία δηλ. εκείνων που ελέγχουν το κόμμα -πρώτιστα του αρχηγού- με αποτέλεσμα να εκφράζουν όλοι οι προσανατολισμένοι κομματικά την ίδια άποψη για θέματα όχι μόνον πολιτικά, αλλά και επιστημονικά, εκπαιδευτικά, πολιτισμικά κ.λπ. Εκφράζουν τον ίδιο έπαινο ή ψόγο, που εκφράζουν οι ομοκομματικοί τους ταγοί, για κάθε πολιτισμικό, εκπαιδευτικό κ.λπ. θέμα. Εκπαιδευτικοί νόμοι και υπουργικές αποφάσεις π.χ. της «δικής μας» κυβέρνησης είναι τέλειοι, των άλλων όλο ψεγάδια. Ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο δεν αξιολογείται με καλλιτεχνικά κριτήρια, αλλά ανάλογα με το αν ο δημιουργός του βρίσκεται στην ίδια ή σε διαφορετική κομματική πλευρά. Εκπαιδευτικά άρθρα και σχόλια αξιολογούνται ανάλογα με την πολιτική/κομματική ταυτότητα του συγγραφέα. Ένα βιβλίο ιστορίας δεν αποτιμάται με κριτήρια επιστημονικά, αλλά με το αν ο συγγραφέας υποστηρίζει άλλο από το δικό μας κόμμα. Θα μπορούσα να φέρω άπειρα παραδείγματα.
Έτσι λοιπόν μετά το 1974, ενώ έχουμε κατορθώσει να δημιουργήσουμε μια «ανοιχτή κοινωνία», στην οποία ο καθένας μπορεί, απαλλαγμένος από εξωτερικούς καταναγκασμούς, να εκφράσει ελεύθερα τις απόψεις του, εμείς οι ίδιοι με τη δική μας θέληση εντάσσουμε χωρίς να το καταλάβουμε σιγά-σιγά τη σκέψη μας σε «κομματικά μαντριά», σε μια άλλου είδους «κλειστή κοινωνία». Μπορεί ν’ απαλλαχτήκαμε από τον εξωτερικό «μεγάλο αδερφό» των αυταρχικών καθεστώτων, αλλά όλο και περισσότεροι υιοθετούμε σταδιακά μόνοι μας έναν άλλο, με κυριότερο «τον κομματικό/ πολιτικό μεγάλο αδερφό». Ανεπαίσθητα φυλακίζουμε τη σκέψη μας μέσα σε κομματικά κυρίως, αλλά και θρησκευτικά, ποδοσφαιρικά κ.λπ. τείχη, που χτίζουμε μόνοι μας. Δεν τα χτίζουν άλλοι. Κι η κατάσταση κοντεύει να μοιάσει μ’ αυτή που περιγράφει ο Κ. Καβάφης στο ποίημά του «Τείχη».
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κι υψηλά τριγύρω μου έχτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη,
διότι πράγματα πολλά έξω να κάνω είχον.
Α, όταν έχτιζαν τα τείχη, πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
Μόνο που τα τείχη εκεί τα έχτισαν άλλοι απ’ έξω, ενώ εμείς τα χτίζουμε οι ίδιοι από μέσα.
Του Γιάννη Μπασλή δρ. φ.