Ο Νικηφόρος ήταν ένας εύρωστος, καλότροπος νέος με ευγενική, δοτική ψυχή και έξω καρδιά. Ήταν τόσο ψηλός και γεροδεμένος που στα μάτια της μικρής Αννιώς φάνταζε σαν γίγαντας με χρυσά μαλλιά και με καθαρά φωτεινά γαλανά μάτια. Το χαμόγελό του έφτανε έως το βάθος των ματιών του, γιατί χαμογελούσε πάντα από μέσα του, μέσα από τα βάθη της ψυχής του.
Ο Νικηφόρος συνήθιζε τα κυριακάτικα πρωινά να κάθεται στην αυλή κάτω από την κληματαριά και να πίνει τον καφέ του. Όσο μεγάλωνε η Αννιώ, τόσο λαχταρούσε να τον βλέπει, να τον παρατηρεί κι ως μικρή κατεργάρα επιδίωκε να τραβά την προσοχή του. Με το που την κοιτούσε… λες και νεκρώνονταν ο χρόνος… ένιωθε χαρά μεγάλη… και με το γλυκό του χαμόγελο την έπιανε ένα τρελό χτυποκάρδι…
Μια ημέρα, μετά από χρόνια, η γιαγιά της, της έδειξε την αρραβωνιαστικιά του Νικηφόρου. Η αγαπημένη του Νικηφόρου, η Ασημούλα, ήταν πάρα πολύ όμορφη, θύμιζε σταρ του κινηματογράφου, ψηλή και αδύνατη με μαύρα μακριά μαλλιά, μεγάλα μαύρα μάτια με πυκνές βλεφαρίδες, κόκκινα χείλη και μοντέρνο ντύσιμο. Οι συνομήλικες γυναίκες δίπλα της ωχριούσαν, έμοιαζαν άχαρες, άχρωμες και αδιάφορες. Το ζευγάρι έλαμπε από χαρά και ευτυχία. Ήταν δύο νέοι άνθρωποι που ζούσαν τον έρωτά τους όπως όλοι οι νέοι άνθρωποι κάθε εποχής.
Όμως δεν πρόλαβαν να χαρούν τον έρωτά τους… ο Νικηφόρος ασθένησε. Μετά από μια σειρά εξετάσεων, η διάγνωση ήταν καρκίνος στο αίμα… Λευχαιμία! Η γειτονιά πάγωσε. Τα άσχημα νέα κυκλοφόρησαν γρήγορα. Στις συζητήσεις τους, οι μεγάλοι θρηνούσαν τον νέο άνθρωπο που τον κτύπησε η μοίρα με την «κακιά αρρώστια»…
Ο άτυχος νέος νοσηλεύτηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα σε αθηναϊκό νοσοκομείο. Η Ασημούλα δεν τον ακολούθησε. Ούτε τις επόμενες ημέρες πήγε κοντά στον Νικηφόρο, ούτε τον τηλεφώνησε στο νοσοκομείο. Η γυναίκα που ερωτεύτηκε και επέλεξε να δημιουργήσει οικογένεια μαζί της τον χώρισε πριν κλείσει μήνα νοσηλευόμενος στο νοσοκομείο επειδή ήθελε όσο ήταν νέα να ζήσει τη ζωή της κι όχι να «θαφτεί» σε ένα νοσοκομείο κάνοντας τη νοσοκόμα… Η σιωπή και η απόρριψη της Ασημούλας κατέβαλε τον ήδη καταβεβλημένο οργανισμό του Νικηφόρου και του «γέννησε» πληγές στην ψυχή και την καρδιά.
Μήνες μετά, ένα πρωινό αποκαλόκαιρο, ο Νικηφόρος καθόταν στην αυλή του τυλιγμένος με μια μάλλινη κουβέρτα. Κουρασμένος από τις χημειοθεραπείες, καταβεβλημένος σωματικά, καταρρακωμένος ψυχικά, υπερβολικά αδύνατος… αποστεωμένος. Η Αννιώ που είχε να τον δει από τα Χριστούγεννα δεν τον αναγνώρισε. Τον παρατηρούσε από την αυλή της γιαγιάς της και δεν της θύμιζε τίποτα. Ο Νικηφόρος την κοίταξε και της χαμογέλασε. Η Αννιώ ήταν σα να έβλεπε ένα άσχημο όνειρο, αντίκρισε τα άψυχα και σχεδόν άχρωμα μάτια ενός σκελετωμένου ανθρώπου. Τρόμαξε πολύ, έβαλε τα κλάματα και κρύφτηκε στο σπίτι της γιαγιά της. Από τότε και για τα επόμενα δύο χρόνια περίπου η Αννιώ δεν ξαναπήγε στη γιαγιά της.
Απόκριες του 1981, ο Νικηφόρος υγιής πια, απαλλαγμένος από την κακιά αρρώστια κι ελεύθερος να γευτεί τη ζωή, ντύθηκε καρναβάλι άραβας και μαζί με τον γείτονα και θείο της Αννιώς επισκέφτηκαν το σπίτι της. Η μητέρα της κατάλαβε αμέσως τον αδελφό της. Η Αννιώ αντικρίζοντας τα γαλάζια μάτια που την κοιτούσαν έντονα, περιπαικτικά πίσω από την μάσκα, σκίρτησε η καρδιά της και κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν… Όταν αποκαλύφτηκαν ποιοι ήταν οι Αραβες καρναβαλιστές, οι γονείς της Αννιώς έστρωσαν το τραπέζι και όλοι μαζί μοιράστηκαν με χαρά κι αγάπη το απλό φαγητό της οικογένειας.
Εκείνο το βράδυ, ο Νικηφόρος εκμυστηρεύτηκε στους φίλους του ότι, κατά τη νοσηλεία του στο νοσοκομείο, η Μεγαλόχαρη τού έστειλε μία νοσηλεύτρια που τον εμψύχωνε και τον φρόντιζε, τη Λεμονιά. Η Λεμονιά, μία συνηθισμένη γυναίκα με συνηθισμένα χαρακτηριστικά αλλά με ανοιχτή καρδιά και όμορφο χαμόγελο που φώτιζε τα καστανά της μάτια, αγαπούσε το επάγγελμά της και προσπαθούσε να απαλύνει τον πόνο των ασθενών. Η επίδραση της Λεμονιάς στον Νικηφόρο ήταν όπως η επίδραση των εσπεριδοειδών στον ανθρώπινο οργανισμό. «Σκότωσε» τα μικρόβια που δηλητηρίαζαν την ψυχή και την καρδιά του Νικηφόρου κι αφύπνισε τη θέληση του να ζήσει διώχνοντας τα έντονα αρνητικά συναισθήματα θλίψης και μελαγχολίας.
Τύχη αγαθή για τους δύο νέους που αγαπήθηκαν στο νοσοκομείο και δημιούργησαν μία υγιή σχέση, η οποία στηριζόταν στην αγάπη, στον σεβασμό, στην αφοσίωση και στο νοιάξιμο.
Η αγάπη τους, σύντομα, τους οδήγησε στην ένωση ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Σχεδόν όλη η γειτονιά, σε κατάσταση ευφορίας, βοήθησαν στις ετοιμασίες του γάμου. Τα πρόσωπα μικρών και μεγάλων ακτινοβολούσαν από χαρά και χαίρονταν με τη χαρά του Νικηφόρου και της Λεμονιάς, η οποία σφραγίστηκε με τη γέννηση της κόρης τους.
Το αγαπημένο ζευγάρι συνεχίζει να ζει με τρυφερότητα, με αλληλοπαρηγοριά, γεμίζοντας το κοινό άλμπουμ της ζωής τους με ευτυχισμένες, χαρούμενες και γλυκόπικρες αναμνήσεις για τα χρόνια του χειμώνα.
Αίγλη Μότσιου