Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται σοβαρή, συνολική και ενιαία στρατηγική για τα θέματα ασφάλειας στην περιοχή, η οποία δεν υπάρχει.
2) Βεβαίως, με τη συμφωνία φαίνεται να έγιναν κάποια θετικά βήματα, αν και όχι όλα χωρίς αιρέσεις ή αμφιβολίες.
3) Όμως, το όνομα «Μακεδονία» δεν μπορεί να δοθεί. Τουλάχιστον πριν εξασφαλιστούν όλες οι υπόλοιπες προϋποθέσεις που θα διασφαλίσουν την ειρηνική συμβίωση των λαών και την προστασία της κληρονομιάς τους. Και με τη συμφωνία αυτή δε φαίνεται να εξασφαλίζονται. Κι αυτό γιατί από την ίδια τη συμφωνία δεν αποδυναμώνεται το ιδεολόγημα του «μακεδονισμού». Συγκεκριμένα:
Το συμφωνηθέν όνομα «Βόρεια Μακεδονία» παραπέμπει ευθέως σε μία ενιαία χώρα διαμελισμένη (όπως η Βόρεια και η Νότια Κορέα, Δυτική και Ανατολική Γερμανία κ.ά.), η οποία στο μέλλον ευλόγως θα αναμενόταν να επανενωθεί.
Από τη συμφωνία προκύπτει ότι υπάρχει μία χώρα με το όνομα «Βόρεια Μακεδονία», στην οποία ζουν «Μακεδόνες» (κανείς δεν πρόκειται να πει ποτέ «Μακεδόνες / πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας») και έχει επίσημη γλώσσα τη «Μακεδονική», έστω σλαβικής προελεύσεως. Και η ιθαγένεια της ΠΓΔΜ σκοπίμως συγχέεται ως όρος και με την εθνότητα. Άρα δεν πληρούται ο όρος erga omnes ως προς αυτά.
Έντονη δε εντύπωση και ανησυχία προκαλεί επίσης η συστηματική αναφορά στην Ελληνική Μακεδονία με τον όρο «βόρεια περιοχή του Πρώτου Μέρους» (Ελλάδας).
4) Ένα επιπλέον σημαντικό στοιχείο, που δεν αναδεικνύεται από την κυβερνητική προπαγάνδα και την αντιπολίτευση, είναι η νομική φύση του εγγράφου της συμφωνίας ή και άλλες κρυφές συμφωνίες, όπως π.χ. για τη χρήση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης.
5) Ο κίνδυνος που ελλοχεύει δε, σε περίπτωση κατά την οποία δεν ολοκληρωθεί η συμφωνία, είναι ότι στις επόμενες πλέον διαπραγματεύσεις θα θεωρείται δεδομένη η συμφωνία της Ελλάδας στο όνομα «Βόρεια Μακεδονία». Θα είναι το σημείο εκκίνησης των όποιων νέων διαπραγματεύσεων, από το οποίο θα καλείται η χώρα μας να κάνει επιπλέον υποχωρήσεις. Κι αυτό άσχετα από τη νομική δεσμευτικότητα των αιρέσεων, που θα έχουν υπογραφεί.
6) Αν η ύπαρξη και η συνέχεια της χώρας μας δεν αμφισβητήθηκε παρά μόνο με πόλεμο, οφείλεται στα κείμενα των πρωτοκόλλων και των συνθηκών της (ενδεικτικά Πρωτόκολλο του Λονδίνου, Συνθήκη των Σεβρών, της Λωζάννης) και στην απόλυτη καθαρότητα και σαφήνεια με την οποία διατυπώθηκαν από τους μεγάλους ηγέτες της εποχής εκείνης. Αυτές δεν άφηναν κανένα περιθώριο παρερμηνείας και δεν περιείχαν αστερίσκους για εσωτερική κατανάλωση της κοινής γνώμης των χωρών.
Στις περιπτώσεις των ασαφών συμφωνιών, όπως αυτή, το αποτέλεσμα είναι οι συνθήκες αυτές να εκφυλίζονται μόνες τους μετά από μικρό διάστημα, να παραμένουν δε τετελεσμένα σε βάρος εκείνων των χωρών που προέβησαν σε παραχωρήσεις. Και εν προκειμένω σε παραχωρήσεις προέβη η Ελλάδα.
Αποτέλεσμά της είναι όλος ο κόσμος να αποκαλεί την ΠΓΔΜ «Μακεδονία», ενώ θα αναγνωρίζεται de jure και de facto ότι υπάρχει μακεδονική εθνότητα και η γλώσσα – με τις πονηρίες των διατυπώσεων – ως μακεδονική.
Τέλος, σε κάθε περίπτωση και σύντομα, λόγω της ασάφειας και των κενών της συμφωνίας, οι δεσμεύσεις της άλλης πλευράς θα εκφυλιστούν, με αποτέλεσμα να διαιωνίσει ανώφελες πολιτικές εντάσεις στο εσωτερικό της χώρας μας προς όφελος των ακροδεξιών εθνικιστικών απόψεων.
* Του Θωμά Παπαλιάγκα, δικηγόρου, πολιτικού, επικεφαλής της Δημοκρατικής Ευθύνης