Είναι αλήθεια πως η ελληνική κοινωνία βρίθει αντιφάσεων και παλινδρομεί μεταξύ αλληλεγγύης και ατομικισμού. Όποια όμως πλευρά επιλέγει την υπηρετεί με πάθος.
Με αφορμή τη συγκεκριμένη πράξη αλληλεγγύης θυμήθηκα την αφήγηση ενός άντρα πριν από χρόνια στο γραφείο μου, ο οποίος μου περιέγραφε με πολλή συγκίνηση την αλληλεγγύη μεταξύ των κατοίκων του χωριού του. Πρόσφυγες όλοι τους από τη Μικρά Ασία είχαν βιώσει τον πόνο του ξεριζωμού και είχαν αντιληφθεί την αναγκαιότητα της αλληλεγγύης προκειμένου να τα καταφέρουν στον ξένο τόπο. «Αν κάποιος αρρώσταινε, τότε όλο το χωριό θα πήγαινε να κάνει το χωράφι του, να μαζέψει τη σοδιά του και να φροντίσει για όλες του τις ανάγκες», έλεγε με υπερηφάνεια για το νοιάξιμο που έδενε όλους τους κατοίκους του χωριού.
Η αφήγηση αυτή μας δείχνει πως η αλληλεγγύη είναι μια συνθήκη που κυρίως υπηρετεί την κοινωνική συνοχή και τη συλλογικότητα. Καθώς, όπως έλεγε ο Θουκυδίδης, η συλλογική ευτυχία είναι πάνω από το ατομικό καλό. Η συνθήκη του κοινού καλού επιτάσσει στις κοινωνίες να επιζητούν την επούλωση των πληγών που δημιουργούνται στο κοινωνικό σώμα, γιατί ένα σώμα μπορεί να αρρωστήσει ολόκληρο όταν νοσεί ένα μέρος του.
Αλληλεγγύη σημαίνει να δίνεις ένα χέρι βοηθείας σε όποιον το έχει ανάγκη, τόσο για την αποκατάσταση μιας επείγουσας κατάστασης, όσο και για την αίσθηση ασφάλειας που πηγάζει από τέτοιου είδους συμπεριφορές, την αίσθηση, με άλλα λόγια πως το άτομο δεν είναι μόνο του και απροστάτευτο, αλλά μέρος μιας υγιούς κοινωνίας που στο μέτρο του δυνατού θα σκύψει πάνω από οποιοδήποτε πρόβλημα. Μιας κοινωνίας όπου τα ανθρώπινα ιδεώδη είναι σε ετοιμότητα να υπερασπιστούν οποιονδήποτε το χρειάζεται. Όταν δε πρόκειται για παιδιά τότε, ειδικά για εμάς τους Έλληνες, το ενδιαφέρον θεριεύει και η κοινωνία μας γίνεται η συμβολική μητέρα που θα συντρέξει με όλες της τις δυνάμεις για να σώσει το παιδί που κινδυνεύει.
Η αλληλεγγύη είναι επίσης μια λειτουργική συμπεριφορά αντιμετώπισης των ψυχολογικών επιπτώσεων μιας κρίσιμης κατάστασης. Οι άνθρωποι νιώθουν περισσότερο δυνατοί να παλέψουν τις εσωτερικές τους κρίσεις, τις δυσκολίες και τα άγχη, όταν περιβάλλονται από ανθρώπους που τους νοιάζονται και τους συμπαραστέκονται. Μια λειτουργική οικογένεια, μια καλή παρέα φίλων, μια συλλογικότητα, μια ψυχοθεραπευτική ομάδα λειτουργούν ως οργανωμένα πλαίσια αλληλεγγύης.
Από την άλλη, δυστυχώς οι Έλληνες δεν έχουν καθόλου εμπιστοσύνη στους επίσημους κρατικούς θεσμούς. Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος αφύπνισης των άτυπων μορφών βοήθειας και αλληλεγγύης. Η πολιτεία στη χώρα μας αντιμετωπίζεται σχεδόν εχθρικά, ενώ εκ προοιμίου θεωρείται ως ανίκανη να μας προστατεύσει. Έτσι όμως, ένα μέλος της κοινωνίας μας, οι επίσημοι θεσμοί, μοιάζει να είναι ακρωτηριασμένο, με συνέπεια να διαμορφώνεται ένα είδος κοινωνικής αναπηρίας. Γεγονός είναι πως αυτός ο ακρωτηριασμός επηρεάζει γενικότερα το κοινωνικό γίγνεσθαι και μεταφέρει όλες τις παθογένειες του πολιτικού και κρατικού μηχανισμού σε αυτό. Ως εκ τούτου, τα πάθη, οι διχασμοί και το ατομικό συμφέρον κυριαρχούν σε πολλές πλευρές του δημόσιου και ιδιωτικού μας βίου.
Η ελληνική κοινωνία εναλλάσσεται λοιπόν μεταξύ αλληλεγγύης και βολέματος, γενικού καλού και ατομικού συμφέροντος, αναζητώντας μια νέα συλλογική ταυτότητα. Η οικονομική κρίση έφερε στο φως διάφορες ανασφάλειες και φόβους, μας έκανε να σκεφτόμαστε περισσότερο ρεαλιστικά και να εκτιμούμε τα απλά πράγματα στη ζωή, αλλά από την άλλη μας αναγκάζει να πράττουμε ατομικά, σχεδιάζοντας ο καθένας το ατομικό του πλάνο σωτηρίας. Σε μια κοινωνία, λοιπόν, που είναι διάτρητη και δεν έχει βρει ακόμη το συλλογικό της βήμα, ενέργειες όπως εκείνη των Λαρισαίων πολιτών προκειμένου να βοηθήσουν στην ανάρρωση ενός μικρού παιδιού, δίνουν μια νότα ελπίδας. Τέτοιου είδους κινήσεις διασώζουν την αξιοπρέπειά μας και δημιουργούν ένα θύλακα αντίστασης στη μιζέρια και τη ματαίωση της εποχής. Είναι, επίσης, μια πράξη που αναδεικνύει την τρωτότητά μας και την παραδοχή πως όλοι μπορεί να βρεθούμε στην ανάγκη να ζητήσουμε τη βοήθεια των άλλων.
Η αλληλεγγύη, εν κατακλείδι, είναι μια πράξη χειραφέτησης του ανθρώπου από τα δεσμά του, μια πράξη ελευθερίας και ταυτόχρονα κοινωνικής διασύνδεσης. Είναι μια κίνηση εξανθρωπισμού που συνδέει τον άνθρωπο με ό,τι πιο αγνό έχει μέσα του, ενάντια στην κουλτούρα του ωχαδελφισμού και του βολέματος.
Ο καημός του ενός γίνεται ελαφρύτερο φορτίο όταν μοιράζεται κι η βοήθεια των πολλών αναδεικνύει μια βασική αρχή του ανθρώπου, να είναι χρήσιμος όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για το κοινωνικό σώμα του οποίου αποτελεί μέλος.
* Του Γιώργου Γιαννούση, ψυχοθεραπευτή, οικογενειακού θεραπευτή