Την περιγράφουμε, την αναλύουμε αλλά μας διαφεύγει συνεχώς ως πραγματικότητα. Πώς θα μπορούσε άραγε μια χώρα όπως η Ελλάδα να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης; Σίγουρα βέβαια όχι με υπερ-φορολόγηση και συνεχή εισπρακτικά μέτρα. Κάθε ευρώ που μαζεύει η κεντρική Κυβέρνηση φεύγει από την αγορά και την πραγματική οικονομία. Δεν αρκεί όμως μια μικρή αυτονόητη μείωση των φόρων για να αναβιώσει από μόνη της μια αφυδατωμένη οικονομία. Ούτε βέβαια με δυο μονάδες μείωση της φορολογικής κλίμακας θα αρχίσειξαφνικά να βρέχει επενδύσεις.
Χρειάζεται καταρχήν να φανταστούμε εμείς οι ίδιοι τη θέση μας στον κόσμο. Να αποκτήσουμε το δικό μας όραμα για τον τόπο μας, να αντιληφθούμε και να εκμεταλλευτούμε τα στρατηγικά μας πλεονεκτήματα. Να επιλέξουμε προσεκτικά τις περιοχές που θα πρέπει να διαθέσουμε πόρους και προσπάθεια, αναμένοντας αύξηση της ανταγωνιστικότητας.
Αντίθετα από ό,τι ενδεχομένως πιστεύουμε δεν υπάρχει αποκλειστικά μία και μόνη συνταγή για την επιτυχία. Ίσως μάλιστα η διέξοδος να βρίσκεται σε παραδοσιακούς τομείς που είτε έχουμε παραγνωρίσει, είτε τους θεωρούμε ως αδύναμους κρίκους της οικονομίας.
Η Δανία λοιπόν, η ευρωπαϊκή αυτή χώρα του Βορρά, των 5.6 εκατομμύριων κατοίκων αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι για να προσεγγίσεις την οικονομική ανάπτυξη και κάθε χώρα θα πρέπει να ανακαλύψει το δικό της. Η Δανία είναι μια μικρή χώρα αλλά κατάφερε να γίνει ένας αγροτοκτηνοτροφικος γίγαντας. Μέσα σε δέκα χρόνια πέτυχε να τριπλασιάσει τις εξαγωγές τροφίμων και από τα 4 δισεκατομμύρια ευρώ το 2001 τις έφτασε σε 16,1 δισεκατομμύρια ευρώ το 2011, ενώ αναμένει να φτάσουν στα 23 δις ευρώ έως το 2020.
Σε μια εποχή που όλοι προσπαθούν να καινοτομήσουν σε συγκεκριμένους τομείς, η Δανία επέλεξε να ρίξει όλο της το βάρος στην έρευνα για την αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή. Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά και τα οφέλη απτά και φυσικά δεν τα καρπώνεται αποκλειστικά ο συγκεκριμένος τομέας. Η Χώρα γνωρίζει και μια πολύ σημαντική βιομηχανική ανάπτυξη εξαιτίας αυτής της αύξησης της παραγωγής.
Οι Δανοί εφάρμοσαν για την αγροτική και κτηνοτροφικήτους παραγωγή μεθόδους που εφαρμόζονται για την ανάπτυξη της υψηλής τεχνολογίας. Ερευνητικά κέντρα, πανεπιστήμια, ιδιωτικοί και δημόσιοι φορείς συνεργάζονται στενά έχοντας επικεντρωθεί σε ένα σκοπό, στο πως θα βελτιώσουν και θα αυξήσουν την παραγωγή. Μια συνεχής προσπάθεια για μείωση τους κόστους, βελτίωση των προϊόντων και αύξηση της παραγωγής. Μια προσπάθεια που ανέδειξε τη Δανία ως υπερδύναμη στην παραγωγή τροφίμων.
Αν μια χώρα του Βορρά μπορεί να πλουτίζει από την αγροτική παραγωγή τι εμποδίζει άραγε την Ελλάδα να κάνει κάτι αντίστοιχο; Επιπλέον τι σχέση μπορεί να έχουν για παράδειγμα τα αγροτικά προϊόντα της χώρας μας που ωριμάζουν στον ήλιο, με αυτά της βόρειας Ευρώπης που ωριμάζουν αγνοώντας την ύπαρξη του; Τι σύγκριση θα μπορούσε να γίνει ανάμεσα τους σε σάκχαρα και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά; Κανονικά,ίσως δε θα έπρεπε να μπαίνουν καν στα ίδια ράφια. Και όμως οι δικοί τους αγρότες είναι πλούσιοι και οι δικοί μας αγωνίζονται σκληρά να επιβιώσουν.
Αν εφαρμόζαμε αντίστοιχες μεθόδους είναι σίγουρο ότι ο κάμπος της Θεσσαλίας και μόνο θα μπορούσε να ζήσει όχι μια αλλά δύο Ελλάδες. Όμως εμείς δυστυχώς, τους αγρότες μας τους αντιλαμβανόμαστε ακόμη ως πρόβλημα και τους έχουμε ταυτίσει αποκλειστικά με τις κινητοποιήσεις. Τους θυμόμαστε όταν η κατάσταση είναι τεταμένη για να τους ξεχάσουμε αμέσως μετά. Η προσπάθεια για ανάπτυξη απαιτεί βέβαια πόρους, ίσωςόμως να μη είναι και το πιο σημαντικό. Κυρίως απαιτεί ιδέες, ανθρώπους και όραμα.Πρέπει να ξαναβρούμε την εθνική μας αυτοπεποίθηση και να επικεντρωθούμε με κάθε τρόπο στο πως θα βοηθήσουμε τους ανθρώπους που μπορούν να μας βγάλουν από την κρίση. Τα λαμπρά μυαλά μας και τους ανθρώπους της παραγωγής και του μόχθου.
Εκτιμάται ότι η ζήτηση για τρόφιμα παγκοσμίως, αναμένεται να αυξηθεί κατά 60% μέχρι το 2030.Ας το λάβουμε λοιπόν υπόψη και αςδούμε από την αρχή τη σχέση μας με τον κόσμο που τα παράγει.
Της Βασιλικής Τσίτα
* Η Βασιλική Τσίτα διαθέτει εργασιακή εμπειρία στην Επιτροπή ‘’AGRI’’ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου)