Για μια ακόμη φορά, αποδείχθηκε πως η σύγχρονη Τουρκία ουδέποτε απεμπόλησε τις αναθεωρητικές διαθέσεις της και πως τα μέσα που έχει η ελληνική διπλωματία στη διάθεσή της, όπως τη στήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής της γείτονος και την πολιτική υποστήριξη της Ε.Ε. και των ΗΠΑ, αναχαιτίζουν την επιθετικότητα της Άγκυρας και διασφαλίζουν μεν την ειρήνη, δίχως, ωστόσο, να αποτρέπουν τη διαρκή απειλή μιας ένοπλης σύρραξης στο Αιγαίο και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Ελλάδα και Κύπρος βρίσκονται, εκ νέου, αντιμέτωπες με τους μεγαλοϊδεατισμούς της Άγκυρας, ανεξαρτήτως του ιδεολογικού προσήμου - κεμαλιστές είτε συντηρητικοί μουσουλμάνοι -, αυτών που βρίσκονται στο τιμόνι της.
Η Τουρκία χαράσσει την υψηλή στρατηγική της, σύμφωνα με την πολιτική της ισχύος, εν αντιθέσει με την Ελλάδα που χαράσσει τη δική της υψηλή στρατηγική, με γνώμονα το διεθνές δίκαιο και τη θέση της στην ΕΕ.
Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Τουρκία αποτελεί τον πυλώνα της αρχιτεκτονικής ασφάλειας του ΝΑΤΟ για την Ανατολική Μεσόγειο και προοριζόταν, ανέκαθεν, να αποτελέσει τη δύναμη εκείνη, που θα αντιδρούσε πρώτη σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση μεταξύ Δύσης και Σοβιετικής Ένωσης – Ρωσίας, ανταποδίδοντας το πιθανό πλήγμα, που θα δέχονταν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις στην περιοχή του Καυκάσου και της Μαύρης θάλασσας.
Παράλληλα, η Τουρκία, λόγω της γεωγραφικής έκτασής της, του πληθυσμού της και της θέσης της στη διαπεριφέρεια Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Ανατολικής Μεσόγειου και Μέσης Ανατολής, κατέστη ένας δυνητικός άξονας ελέγχου της ευρύτερης περιοχής, αποκτώντας πρόσθετη γεωπολιτική και γεωοικονομική αξία για τις δυτικές δυνάμεις, κατά την επαύριον της “Αραβικής Άνοιξης”, και, λόγω της ταύτισης της θρησκευτικής πίστης του Ερντογάν με τους εξεγερθέντες Σουνίτες μουσουλμάνους του αραβικού κόσμου.
Οι συσχετισμοί αυτοί ενίσχυσαν τον στρατηγικό ρόλο της Τουρκιας στη δυτική Ευρασία και της επέτρεψαν να οραματίζεται ένα στρατηγικό βάθος, που θα μπορούσε να αναβιώσει ακόμη και την επιρροή της οθωμανικής αυτοκρατορίας υπό σύγχρονη αφήγηση.
Για τον λόγο αυτόν διεκδικείται από τη Ρωσία ως σύμμαχος χώρα, παρά την κατάρριψη του ρωσικού SU-24 στη Συρία, το 2015.
Παρά το γεγονός ότι ο Ερντογάν αντιμετωπίζει συμπλεκτικές σχέσεις με την ΕΕ, στη μετά την απόπειρα του πραξικοπήματος εποχή, η Τουρκία καθίσταται ένας σύμμαχος που διεκδικείται, τόσο από τις δυτικές δυνάμεις, όσο και από τη Μόσχα, εξαιτίας του ανταγωνισμού των δύο στρατοπέδων στη δυτική Ευρασία και στο διεθνές σύστημα.
Κατ’ επέκταση, η Τουρκία μπορεί να εισβάλλει ανενόχλητη στη βόρεια Συρία και να βάλλει κατά των Κούρδων καθώς και να απειλεί Ελλάδα και Κύπρο σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, χαράσσοντας την υψηλή στρατηγική της με γνώμονα την πολιτική της ισχύος.
Στον αντίποδα, η χώρα μας ακολουθεί την οδό της “ήπιας ισχύος”, επιχειρώντας να ανασχέσει τον αναθεωρητικό γείτονα, έχοντας ως όπλο το διεθνές δίκαιο.
Αρκεί όμως αυτό;
Τα γεγονότα των Ιμίων και οι χειρισμοί των ελληνικών κυβερνήσεων του 1996 και του 2018 δεικνύουν ότι η μονοδιάστατη προσήλωση στο διεθνές δίκαιο δεν είναι επαρκής, προκειμένου να ανασχεθούν οι τουρκικές επεκτατικές βλέψεις.
Η τουρκική υψηλή στρατηγική αποτελεί μια “σκληρής ισχύος” μορφή εκδήλωσης διεκδικήσεων σε βάρος της χώρας μας, οι οποίες αυξάνονται με τον χρόνο και αφορούν την αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο, σε θάλασσα και εναέριο χώρο, ακόμη και επί των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, επιδιώκοντας την αποστρατικοποίηση τους.
Επιπλέον, η Τουρκία έχει αμφισβητήσει, κατά το παρελθόν, τη συνθήκη της Λωζάννης και το ρυθμισθέν υπό αυτής εδαφικό καθεστώς.
Κοντολογίς, η γειτονική χώρα αμφισβητεί το διεθνές δίκαιο και, ειδικότερα, το δίκαιο της θάλασσας.
Επομένως, ορθώς η Ελλάδα επικαλείται το διεθνές δίκαιο και, μαζί με την Κύπρο, συνάπτει «τριγωνικές συμμαχίες» με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Ιορδανία.
Παρά ταύτα, απομένουν να πραγματοποιηθούν πολλά βήματα ακόμη από μια κυβέρνηση ανοικτών οριζόντων.
Μια υπεύθυνη ελληνική κυβέρνηση, που θα ασκεί μια εξωτερική πολιτική με βάση τις αρχές και αξίες της θεσμικής φιλελεύθερης διεθνούς οργάνωσης.
Η Ελλάδα δύναται να επαναχαράξει την υψηλή στρατηγική της με βάση την αναδυόμενη διαπεριφερειακή οργάνωση του ευρασιατικού γεωγραφικού χώρου, προκειμένου να εξασφαλίσει και άλλους συμμάχους, πέραν των ΗΠΑ και της ΕΕ που μεσολάβησαν προς όφελος των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην πρόσφατη κρίση.
Η Ελλάδα διαθέτει το δικό της στρατηγικό βάθος απέναντι σε αυτό της Τουρκίας.
Είναι κράτος-μέλος του ΝΑΤΟ και μέλος του πυρήνα της ΕΕ, της ΟΝΕ, μαζί με την Κύπρο, αποτελώντας μια αξιόπιστη ζώνη σταθερότητας για την Ανατολική Μεσόγειο.
Η Ελλάδα διατηρεί αδιάρρηκτους ιστορικούς πολιτισμικούς δεσμούς με τη Ρωσία και με τις περισσότερες χώρες της Ευρασιατικής Ένωσης και αδιαπραγμάτευτους γεωοικονομικούς δεσμούς με την Κίνα, αφού συμμετέχει στην πρωτοβουλία για τον νέο δρόμο του μεταξιού (“μια ζώνη – ένας δρόμος”), μέσω του λιμανιού του Πειραιά, και καθίσταται η πύλη εισόδου των ευρασιατικών δυνάμεων προς την Ευρώπη.
Ως εκ τούτου, η χώρα μας, στέλνοντας σαφές μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση πως τα κυριαρχικά μας δικαιώματα δεν είναι υπό διαπραγμάτευση - χωρίς παληκαρισμούς εκ των υστέρων και για εσωτερική κατανάλωση -, θα μπορέσει να χαράξει μια νέα στρατηγική.
Μια στρατηγική που δεν θα παρακολουθεί απλώς τις εξελίξεις σε έναν κόσμο που αλλάζει με ραγδαίους ρυθμούς, “ήπιας ισχύος” μεν, αλλά με πολλαπλάσια γεωοικονομική και γεωπολιτική αξία εν συγκρίσει με τη σύγχρονη Τουρκία, που ακολουθεί μονοδιάστατα τη “σκληρή ισχύ”.
Από τον Χρήστο Κέλλα
* Ο Χρήστος Κέλλας είναι βουλευτής Ν. Λάρισας και αν. τομεάρχης Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων της ΝΔ.