Όταν η περιεκτικότητα ενός εδάφους σε αφομοιώσιμα θρεπτικά στοιχεία είναι ανεπαρκής τότε προστίθενται αυτά με την διαδικασία της λίπανσης. Η λίπανση αποτελεί βασικό παράγοντα αύξησης των αποδόσεων μιας καλλιέργειας. Από ένα σημείο όμως και μετά, μπορεί να αποβεί αντιοικονομική. Υπερβολική λίπανση μπορεί να προκαλέσει ποσοτική και ποιοτική μείωση παραγωγής, αύξηση κόστους παραγωγής και να συμβάλλει στην περιβαλλοντολογική υποβάθμιση με την απόσυρση της περίσσειας των λιπασμάτων στην υδρόσφαιρα.
Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την ορθολογική λίπανση. Οι σημαντικότεροι είναι :
α) Ο τύπος του εδάφους, ειδικότερα όσον αφορά τη χημική σύνθεσή του και τις φυσικές ιδιότητες του.
β) Οι κλιματικές συνθήκες και η υγρασία του εδάφους. Όταν οι καιρικές συνθήκες είναι περιοριστικοί παράγοντες για την αύξηση και ανάπτυξη των φυτών, το λίπασμα δεν αξιοποιείται από το φυτό. Το ίδιο συμβαίνει και με την εδαφική υπερβολική υγρασία, οπότε μπορεί να γίνει έκπλυση του λιπάσματος ή συνήθως όταν η υγρασία είναι ελλειπής οπότε το λίπασμα μπορεί να προκαλέσει τοξικά φαινόμενα στο φυτό.
γ) Η παραγωγικότητα του εδάφους. Συνηθέστερα αντιδρούν στην λίπανση εξαντλημένοι από την συνεχή καλλιέργεια αγροί ενώ αγροί με μεγάλη παραγωγικότητα και που διαθέτουν σε αφθονία τα απαραίτητα στοιχεία για το φυτό, ενδέχεται και να μην αντιδρούν.
δ) Το είδος του φυτού. Οι απαιτήσεις των φυτών σε λιπαντικά στοιχεία διαφέρουν σημαντικά και οι ανάγκες είναι ανάλογες με το ύψος των αποδόσεων. Με βάση την ορθολογική λίπανση, οι ποσότητες εξαρτώνται από την τιμή του προϊόντος και γενικώς το γεωργικό εισόδημα.
ε) Το μήκος της βλαστικής περιόδου. Η ισορροπημένη λίπανση ως προς τα απαραίτητα στοιχεία, συμβάλλει, πολλές φορές, στην πρωίμιση της παραγωγής που είναι πιο επιβεβλημένη όταν η βλαστική περίοδος είναι μικρή για το φυτό.
στ) Η εποχή λίπανσης. Η κατάλληλη εποχή εξαρτάται από την εποχή που η συγκεκριμένη καλλιέργεια χρειάζεται τα λιπαντικά στοιχεία και από τις καιρικές συνθήκες σε συνδυασμό με το χρόνο που τα θρεπτικά στοιχεία μπορούν να παραμένουν στη ριζόσφαιρα υπό αφομοιώσιμη μορφή για το φυτό.
Η ύπαρξη πολλών παραγόντων που συνδέονται με την διαδικασία της λίπανσης δεν επιτρέπει την διατύπωση κανόνων γιατί πολλές φορές η ενδεδειγμένη λίπανση ισχύει για ένα συγκεκριμένο αγρό ή ποικιλία και κάτω υπό ορισμένες καιρικές συνθήκες. Για τον καθορισμό της ορθολογικής λίπανσης πρέπει να υπάρχουν πειραματικά στοιχεία που οδηγούν στον υπολογισμό της απόδοσης σε συνάρτηση με την ποσότητα των λιπαντικών στοιχείων και στην πορεία να υπολογίζεται η οικονομική λίπανση με βάση την αποτελεσματικότητά της και το κόστος εφαρμογής.
Για τον υπολογισμό , τον ορθολογικό υπολογισμό των απαραίτητων ποσοτήτων θρεπτικών στοιχείων σημαντικό βοήθημα μπορεί να αποτελέσουν οι παρακάτω νόμοι και αρχές της διαδικασίας της λίπανσης:
α) Νόμος του ελαχίστου ή νόμος του Liebig. Κατά τον νόμο αυτό, το ύψος της απόδοσης προσδιορίζεται από το στοιχείο που βρίσκεται στην ελάχιστη διαθέσιμη ποσότητα συγκριτικά με τις ανάγκες του φυτού.
β) Νόμος της μη ανάλογης απόδοσης, σύμφωνα με τον οποίο η αύξηση της απόδοσης από την λίπανση περιορίζεται όσο αυξάνουν οι ποσότητες των λιπασμάτων.
γ) Αρχή της αναγκαιότητας για αποκατάσταση του επιπέδου γονιμότητας. Σύμφωνα με την αρχή αυτή πρέπει να προστίθενται στον αγρό οι ποσότητες των στοιχείων που απομακρύνθηκαν από τον αγρό με την συγκομιδή των προϊόντων και όχι αυτών που περιέχονται στα υπολείμματα της καλλιέργειας και οι οποίες επανέρχονται στο έδαφος. Με την αρχή αυτή επιδιώκεται η διατήρηση της γονιμότητας του εδάφους και της επιθυμητής αντίστοιχης αναλογίας θρεπτικών στοιχείων στο έδαφος.
δ) Αρχή της ανταπόδοσης ή λίπανση συντήρησης. Με βάση την αρχή αυτή πρέπει να προστίθενται στο έδαφος οι ποσότητες των θρεπτικών στοιχείων που απομακρύνθηκαν με τα προϊόντα συγκομιδής ή απωλέσθηκαν από τον αγρό με άλλους τρόπους, όπως έκπλυση κ.ά.
ε) Αλληλεπίδραση θρεπτικών στοιχείων. Η επίδραση των θρεπτικών στοιχείων που προστίθενται ταυτόχρονα, δεν ισούται συνήθως με το άθροισμα των μεμονομένων επιδράσεων των στοιχείων, αλλά υπάρχει είτε θετική αλληλεπίδραση όταν η συνδυασμένη επίδραση είναι μεγαλύτερη, είτε αρνητική αλληλεπίδραση όταν είναι μικρότερη από το άθροισμα των μεμονομένων επιδράσεων.
στ) Υπολειμματική δράση. Την πρώτη χρονιά, τα λιπάσματα ενδέχεται να μην προσληφθούν εξολοκλήρου από τα φυτά. Έτσι, η ποσότητα που έμεινε πρέπει να συνυπολογίζεται την άλλη χρονιά, εφόσον δεν εκπλύθηκε ή δεν μετέπεσε σε μη αφομοιώσιμη από τα φυτά μορφή. Εξάλλου πρέπει να συνυπολογίζεται η ποσότητα αζώτου ( Ν ) που δεσμεύεται από ορισμένες καλλιέργειες, όπως για παράδειγμα τα ψυχανθή.
Του Γιώργου Κατσαντώνη*
* O Γιώργος Κατσαντώνης είναι γεωπόνος Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος