Γράφει ο Ηλίας Κανέλλης
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, η τύχη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση κρέμεται από μια κλωστή. Οι διαπραγματεύσεις με τους εταίρους και δανειστές μας, χθες το απόγευμα, κατέρρευσαν – και ως φαίνεται τίποτα δεν μπορεί να τις αναστήσει, παρεκτός η ελληνική υπαναχώρηση και η αποδοχή ολόκληρου του πακέτου μέτρων που μας προτείνονται, έναντι χρηματοδότησης του κράτους, που αντιμετωπίζει από αύριο κιόλας το φάσμα της χρεοκοπίας, αφού ευρισκόμενο σε δημοσιονομικό κενό αδυνατεί να χρηματοδοτήσει ακόμα και τις στοιχειώδεις λειτουργίες του.
Η κυβέρνηση αντέδρασε, και χθες, με τον συνήθη τους τελευταίους μήνες τρόπο: Με ψέματα. Μάλιστα, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Γιάννης Δραγασάκης, με δήλωσή του επιχείρησε να φορτώσει την κατάρρευση στους εταίρους, που υποτίθεται ότι θέλουν «η κάλυψη του κενού να γίνει αποκλειστικά με περικοπές συντάξεων κατά 1% του ΑΕΠ και από αύξηση του ΦΠΑ επίσης κατά 1% του ΑΕΠ».
Η Κομισιόν, στη δική της ανακοίνωση, καταρρίπτει το επιχείρημα του Έλληνα πολιτικού ότι η κυβέρνηση αντιστέκεται στη φορομπηχτική επιμονή των δανειστών. «Οι συνομιλίες», λέει η ανακοίνωση της Κομισιόν, «δεν έχουν καταφέρει το στόχο τους, καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των σχεδίων των ελληνικών αρχών και των κοινών απαιτήσεων της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, της τάξης του 0,5-1% του ΑΕΠ, που ισοδυναμεί με 2 δισ. ευρώ μόνιμων δημοσιονομικών μέτρων σε ετήσια βάση. Επιπλέον, οι ελληνικές προτάσεις παραμένουν ημιτελείς».
Οι εταίροι δηλαδή δεν ζητάνε ευκαιριακούς φόρους ούτε να πιουν το αίμα του ελληνικού λαού με το μπουρί της σόμπας. Ζητούν «μόνιμα δημοσιονομικά μέτρα σε ετήσια βάση», καταρχήν δηλαδή σταθερό φορολογικό περιβάλλον. Τονίζουν, επίσης, ότι «οι ελληνικές προτάσεις παραμένουν ημιτελείς». Τονίζουν, δηλαδή, ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει κάνει καμία προσπάθεια να οργανώσει το ελληνικό κράτος με τρόπο που να ευνοείται η επιχειρηματικότητα, από την οποία θα μπορεί να αντλεί μόνιμα σταθερά έσοδα. Η Κομισιόν και πάλι ήταν ευγενική, μη λέγοντας (δεν το επιτρέπει η διπλωματική ευπρέπεια) ότι η ελληνική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν έχει κάνει τίποτα, ούτε καν σε συμβολικό επίπεδο, για να προσαρμοστεί στο ευρωπαϊκό περιβάλλον. Δεν λέει ότι ζητιανεύει, με επιθετικό τρόπο, ατιμωτικά για τους τίμιους και εργατικούς πολίτες της χώρας χρήματα προκειμένου να συνεχίσει να έχει ένα πελατειακό κράτος-λάφυρο στα χέρια των πολιτικών. Και επίσης δεν λέει ότι το μοναδικό όπλο της λεγόμενης διαπραγματευτικής τακτικής της Ελλάδας είναι η απειλή εναντίον της συνοχής και της Ευρώπης, σε περίπτωση που η χώρα χρεοκοπήσει.
***
Και τώρα; Η ελληνική κυβέρνηση θα επιχειρήσει, για να επιβιώσει, να πουλήσει το γνωστό λογύδριο των «Αγανακτισμένων». Ότι μας στρίμωξαν επειδή είμαστε ωραιότεροι, ανεξάρτητοι και μάγκες. Μπορεί να σταθεί ένα έτοιο επιχείρημα, και για πόσο;
Κατά τη γνώμη μου, είναι σχεδόν αδύνατο να το φάνε αυτό οι Έλληνες πολίτες, σε συνθήκες δημοκρατίας. Έως την Τετάρτη, θα έχει διαφανεί εάν θα υπάρξει απειλή για τη σταθερότητα της ελληνικής τραπεζικής αγοράς. Αν υπό οιονδήποτε τρόπο διαταραχθεί το τραπεζικό σύστημα (που σήμερα, ως γνωστόν, συντηρείται στη ζωή από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), το κράτος θα αντιμετωπίσει πρόβλημα πληρωμής και των τελευταίων υποχρεώσεών του στις οποίες σήμερα ανταποκρίνεται: των μισθών και των συντάξεων. Ως το τέλος του μήνα, επίσης, η κυβέρνηση θα πρέπει να παραδεχτεί (αν συνεχίσει αδιατάρακτα να κυβερνά) την αδυναμία εξόφλησης του ΔΝΤ, κάτι που συνιστά αυτομάτως πιστωτικό γεγονός, δηλαδή χρεοκοπία.
Υπό τέτοιες συνθήκες, όπως κατανοεί κανείς, μαζί με την οικονομική σταθερότητα, θα τιναχτεί στον αέρα και η πολιτική σταθερότητα.
***
Ποιες είναι οι προοπτικές της χώρας υπ’ αυτές τις συνθήκες; Θα μπορούσε η κυβέρνηση να καταθέσει την εντολή, κρατώντας για τον εαυτό της την «αντιμνημονιακή» ταυτότητα, στην οποία θα προστεθεί η αδυναμία ανταπόκρισης στα προβλήματα – και κάποιοι άλλοι, μέσα από το πολιτικό σύστημα, θα κληθούν αυτοί να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Θα μπορούσε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να καλέσει τους πολιτικούς αρχηγούς, προκειμένου να βρεθεί μια ευρύτερη πλειοψηφία, στην οποία θα συμμετάσχει και τμήμα του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ, ώστε τελικά να προχωρήσουμε σε συμφωνία της τελευταίας στιγμής. Θα μπορούσε να μην γίνει και τίποτα απ’ όλα αυτά, να κυριαρχήσουν τα άγρια ένστικτα ενός λαού που προδόθηκε, ο οποίος θα ζητεί τα ρέστα από μια πολιτική ηγεσία που δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, αλλά δεν θα θέλει να το παραδεχτεί.
Υπάρχει πάντα και η αισιόδοξη εκδοχή των πραγμάτων. Ότι μια ευρεία πλειοψηφία θα περιθωριοποιήσει την αντιμνημονιακή ρητορική. Κι ότι, ηττημένοι και καθημαγμένοι, θα επιλέξουμε (επιτέλους) τον ευρωπαϊκό δρόμο. Ότι θα λιώσουμε για ένα διάστημα, σε συνθήκες άγριας λιτότητας – αλλά, κάποια στιγμή, η χώρα θα επιστρέψει στην ανάπτυξη και, σε ορίζοντα δεκαετίας, όλα αυτά θα είναι κακό όνειρο.
Υπάρχει βεβαίως πάντα και η πολύ απαισιόδοξη εκδοχή. Έξοδος από το ευρώ και απόπειρα διάφορων δυνάμεων να επωφεληθούν από το χάος, κερδοσκοπώντας πάνω σε ό,τι θα έχει απομείνει στη χώρα. Αυτό το τελευταίο σενάριο, της απόλυτης αποτυχίας της ελληνικής δημοκρατίας να εξασφαλίσει την ευημερία στους πολίτες της, μάλιστα σε συνθήκες ιδιαίτερα ευνοϊκές, στο πλαίσιο ενός μεγάλου, ειρηνικού και ασφαλούς συνασπισμού κρατών, όπως η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι γοητευτικό μόνο για όσους γράφουν δυστοπικά μυθιστορήματα φαντασίας. Τα μυθιστορήματα αυτά έχουν αυταρχισμό, βία, εμφύλιους, δυστυχία, κοινωνική αδικία, εκδίκηση... Δεν μπορώ να φανταστώ έναν κοινωνικό ιστό τόσο διαλυμένο, ένα πολιτικό σύστημα τόσο ανεύθυνο και τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο κυνικά αυταρχικό που θα προτιμούσε να οδηγήσει τα πράγματα σε τέτοιου μεγέθους εφιάλτη.