μεταπολεμικών χρόνων της χώρας ή και ακόμη παλιότερα, οπότε λαμβάνοντας υπόψη, όσα μεσολάβησαν από τότε μέχρι σήμερα και συγκρίνοντάς τα μ’ αυτά, που βιώνουμε ακόμη και στα χρόνια της κρίσης, συμφωνούμε, όπως είναι φυσικό, με τη λαϊκή ρήση, που λέει, ότι «κάθε φέτος και καλύτερα, ενώ κάθε πέρσι και χειρότερα».
Είναι, δε, φυσικό κάτι τέτοιο, γιατί οι συνθήκες ζωής στην προπολεμική Ελλάδα και σ’ αυτή των δύο πρώτων δεκαετιών μετά το ‘50 ήταν τέτοιες, που θυμίζουν τριτοκοσμική χώρα και ακόμη χειρότερες. Θυμίζω, γι’ αυτό, τα αγροτόσπιτα, που δεν διαθέτουν κεντρική θέρμανση και που ζεσταίνονται μόνο με τζάκι και φωτίζονται με γκαζόλαμπες ως το τέλος, περίπου, της δεκαετίας του ‘60, ∙ που προμηθεύονται πόσιμο νερό αλλά και για πλύσιμο και μαγείρεμα μόνο από λίγες βρύσες διάσπαρτες σε κομβικά σημεία των οικισμών, ∙ τη στρωματσάδα στο πάτωμα για ύπνο κι όχι πάνω σε κρεβάτια, ∙ τη φτωχική ενδυμασία και τα πάνινα ή καουτσουκένια υποδήματα, ∙ τη συμβίωση ζώων και ανθρώπων κάτω από την ίδια στέγη με ό,τι αυτό συνεπάγεται, ∙ τη χειρωνακτική αγροτική εργασία, την απουσία τρακτέρ και την υποκατάστασή τους από υποζύγια, που χρησιμοποιούνταν και ως μεταφορικά μέσα, μια που απουσίαζαν ακόμη τα αυτοκίνητα ∙ την απομόνωση των κοινωνιών και την επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο μόνο με αλληλογραφία, τηλεγραφήματα και στην καλύτερη περίπτωση με προγραμματισμένες τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ∙ τα καλντερίμια και τους χωμάτινους δρόμους, τους γεμάτους λασπούρα, όταν έβρεχε ∙ τη φτώχεια και τον υποσιτισμό και το να θεωρείται πολυτέλεια να τελειώνει ένα παιδί το Δημοτικό σχολείο και τόσα άλλα, που έκαναν δύσκολη τη ζωή των Ελλήνων, οι οποίοι κατοικούσαν, ως επί το πλείστον, σε χωριά, αφού ακόμη δεν είχε κάνει την εμφάνισή της η αστυφιλία και ο ξενιτεμός για αναζήτηση καλύτερης τύχης. Όλα αυτά ως αφετηρία, που, ωστόσο, κράτησε χρόνια.
Εν τω μεταξύ και στο διάβα του χρόνου είδαμε οι Έλληνες να μπαίνει, σιγά-σιγά, στη ζωή μας το καινούργιο σπίτι στο χωριό σε αντικατάσταση του παλιού ή το διαμέρισμα στην πόλη, που διέθεταν ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, σταθερό τηλέφωνο, κεντρική θέρμανση αλλά και ραδιόφωνο, στερεοφωνικό συγκρότημα και πικάπ, κατόπιν, μέχρι που φτάσαμε στην τηλεόραση, στο κινητό τηλέφωνο, στον ηλεκτρονικό υπολογιστή ή στο λάπτοπ και πάει λέγοντας, ενώ η διατροφή βελτιώθηκε τόσο πολύ, ώστε όχι μόνο καταντήσαμε σαρκοφάγα αλλά γέμισε ο ντουνιάς από σούπερ μάρκετ, φαγάδικα αλλά και από γυμναστήρια για τη σιλουέτα μας, η δε γκαρνταρόμπα μας αναστέναζε επικίνδυνα λόγω των επιρροών της μόδας, που πάντα αλλάζει.
Παράλληλα, γέμισε η Ελλάδα από φροντιστήρια και Πανεπιστήμια και Τ.Ε.Ι. και φοιτητές, που δεν αρκούνται μόνο στο ένα πτυχίο, αλλά και από μικρομεσαίες επιχειρήσεις και από δημόσιους υπαλλήλους ικανοποιητικά αμειβόμενους, βγήκε και η Ελληνίδα στην αγορά εργασίας για λόγους ισότητας αλλά και για να αντιμετωπίζονται με μεγαλύτερη ευκολία οι οικογενειακές δαπάνες, γέμισε, ακόμη, η χώρα από αυτοκίνητα, ενώ θεωρούνταν, μέχρι πρότινος, φυσική ανάγκη η απόκτηση και δεύτερης εξοχικής κατοικίας.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες οι περισσότεροι Έλληνες της ηλικίας μου και όχι μόνο, που γεύτηκαν αυτές τις εμπειρίες και δεν ξεχνούν το παρελθόν, ασπάζονται, όπως προείπα, τη ρήση που λέει, «κάθε φέτος και καλύτερα, κάθε πέρσι και χειρότερα» , χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν τους στεναχωρεί η κρίση των τελευταίων χρόνων, την οποία, ωστόσο, θεωρούν παροδική και πιστεύουν, ότι αργά ή γρήγορα, θα ξεπεραστεί, όπως τόσες άλλες στο παρελθόν. Αντίθετα, οι νεότεροι Έλληνες, που δε βίωσαν αυτή την εξελικτική πορεία και γεννήθηκαν μέσα στα πούπουλα, και όσοι μεγάλης ηλικίας ξεχνούν εύκολα και έχουν συνηθίσει να ρίχνουν τη ματιά τους μόνο στο σήμερα και στο κοντινό παρελθόν, κατά τη διάρκεια του οποίου μας προέκυψε η οικονομική κρίση, τα μνημόνια και ό,τι αυτά συνεπάγονται, ασπάζονται την άποψη ότι κάθε πέρσι ήταν καλύτερα, ενώ κάθε φέτος είναι χειρότερα, γιατί, όντως, η περίοδος, που διανύουμε, έφερε πισωγυρίσματα και έχει οδηγήσει όλους τους Έλληνες σε καταστάσεις πρωτόγνωρες, αλλά που υστερούν, ωστόσο, αν τις συγκρίνουμε μ’ αυτές, που ακολούθησαν μεταπολεμικά.
Είχαμε, δυστυχώς, κακομάθει στην προ κρίσης εποχή και είχαμε καταντήσει όλοι μας μαξιμαλιστές, υπερκαταναλωτικοί και καλοπερασάκηδες, ζώντας, όμως, πολλοί με δανεικά, με πρώτη και καλύτερη την Πολιτεία, η οποία, εκτός των άλλων, λαΐκιζε δια των εκπροσώπων της και δεν μας προετοίμασε κατάλληλα, προκειμένου να πάρουμε ο καθένας μας, έγκαιρα, τα μέτρα του και ν’ αντιμετωπίσουμε, ευκολότερα, το τσουνάμι , που μας προέκυψε.
Επειδή, ωστόσο, αποδεδειγμένα η ζωή, κατά κανόνα και κατά τακτά χρονικά διαστήματα, μικρότερης ή μεγαλύτερης διάρκειας, κάνει κύκλους και άλλοτε με βήματα προς τα μπρος, που φέρνουν πρόοδο και ανάπτυξη, και άλλοτε με βήματα, που οδηγούν σε στασιμότητα ή σε πισωγυρίσματα και αδιέξοδα, αλλά που διαρκούν προσωρινά, είμαι βέβαιος, ότι και η σημερινή κρίση, όπως τόσες άλλες, θα ξεπερασθεί, σιγά-σιγά, θα επανέλθουμε και πάλι στην κανονικότητα και θα συμφωνήσουμε, τότε, όλοι οι Έλληνες με τη διαπίστωση ότι «κάθε φέτος και καλύτερα, κάθε πέρσι και χειρότερα». Ως τότε, υπομονή και αγώνα χωρίς να χάνουμε την ελπίδα για κάτι καλύτερο.
* Από τον Κώστα Γιαννούλα