ένα απάνθισμα άρθρων που ο συγγραφέας είχε δημοσιεύσει κατά καιρούς στο περιοδικό της Μητροπόλεως ‘‘Το Τάλαντο’’. Πρόκειται για άρθρα «εκκλησιαστικολαογραφικού χαρακτήρα», όπως ο ίδιος ο σεβασμιότατος τα χαρακτηρίζει στον πρόλογό του, γεμάτα ζωντάνια, συναίσθημα και κατάθεση ψυχής για τα προσωπικά του βιώματα στη Σαλαμίνα, όσο και στη δεύτερη πλέον πατρίδα του, τη Λάρισα.
Το βιβλίο είναι πράγματι ένα «παραμύθι». Είναι ένα «παραμύθιον» με την αρχαιοελληνική του σημασία, όπως τη συναντούμε στην ‘‘Ηλέκτρα’’ του Σοφοκλή. Απευθυνόμενη η κόρη του Αγαμέμνονα στις γυναίκες του Άργους που έχουν έρθει να της συμπαρασταθούν στο θρήνο για τον νεκρό πατέρα της θα πει: «Ὦ γενέθλα γενναίων,/ἥκετ’ ἐμῶν καμάτων παραμύθιον» (στ. 129-130), δηλαδή: «Ω βλαστάρια ανθρώπων με σπουδαία καταγωγή,/παρηγοριά στα βάσανά μου ήρθατε.»(μετάφραση Θ. Μαυρόπουλος). Είναι όμως και «παραμύθιον ἀγάπης» με την αγιογραφική του σημασία. Ο απόστολος Παύλος στην ‘‘Προς Φιλιππησίους Επιστολή’’ (2, 1-2) θα γράψει: «Εἴ τις οὖν παράκλησις ἐν Χριστῷ, εἴ τι παραμύθιον ἀγάπης, εἴ τις κοινωνία Πνεύματος, εἴ τις σπλάγχνα καὶ οἰκτιρμοί, πληρώσατέ μου τὴν χαράν.»
Και το διαπιστώνει αυτό κάθε καλοπροαίρετος αναγνώστης. Αν διαβάσει το «Έχετε ψαράδες, ψάρια…» με κεντρικό θέμα το πώς η φτωχή, ορφανή από πατέρα οικογένειά του κατάφερνε να έχει πάντα ένα πλούσιο τραπέζι με τα ψάρια που άφθονα τους τα πρόσφερε η θάλασσα, θα παρηγορηθεί και για τη δική του φτώχεια: «Θεέ μου, Σ’ ευχαριστώ για τα ψάρια των παιδικών μου χρόνων, για τις ατέλειωτες ψαρόσουπες τα χειμωνιάτικα βράδια της ορφάνιας μας στο τζάκι» θα αναφωνήσει ο σεβασμιότατος, ευχαριστώντας τον Θεό που τους βοήθησε σε τόσο δύσκολες στιγμές.
Αν διαβάσει για τις «Γαζίες» που ανθίζουν, θα αντιληφθεί τη μεγάλη αξία των απλών όμορφων πραγμάτων που δίνουν σημασία στη ζωή μας, ενώ εμείς συνεχίζουμε να τα περιφρονούμε. «Χάνουμε θησαυρούς αληθινούς, ενώ θεωρούμε έξυπνους τους εαυτούς μας, διότι τάχα στοχεύουμε μόνο στα ουσιώδη και στα χρήσιμα» θα σημειώσει με πόνο ο συγγραφέας.
Αν το βλέμμα του αναγνώστη πέσει στους «Ευεργέτες» θα παρηγορηθεί ελπίζοντας πως ίσως βρεθεί κάποιος ευεργέτης και στη δική του ζωή. Το πρόσωπο του δικού του ευεργέτη που σκιαγραφεί ο Σεβασμιώτατος, είναι μια ευκαιρία να μας θυμίσει τον σοφό λόγο του λαού: «ο Θεός ορφανά κάνει, αλλά άμοιρα δεν κάνει», για να μας θυμίσει ότι πάντοτε θα υπάρχουν ευεργέτες στον δύσκολο δρόμο της ζωής.
Αν τέλος διαβάσει το επίκαιρο εορταστικό άρθρο «Οι ποιμένες το θαύμα…» με αναφορά στους Βλάχους που ζούνε στη Λάρισα, και στο έθιμο που έχουν και τηρούν με ευλάβεια να μένουν ξάγρυπνοι τη νύχτα των Χριστουγέννων ξενυχτώντας δίπλα στην Παναγία που μόλις έχει γεννήσει, θα καταλάβει «πόσο ωραία είναι η προσμονή του Χριστού, η προσδοκία της σωτηρίας!», αφού «μια προσμονή του Σωτήρος η ζωή μας σ’ αυτόν τον κόσμο».
Αν διαβάσει κανείς και τα υπόλοιπα άρθρα πάλι το ίδιο θα νιώσει παρηγοριά κι ελπίδα. Γιατί και τα υπόλοιπα άρθρα του βιβλίου τον ίδιο στόχο εξυπηρετούν. Να γίνουν, δηλαδή, βάλσαμο στην ψυχή του αναγνώστη και να τον ξεκουράσουν από τα προβλήματα της ζωής που είναι υποχρεωμένος καθημερινά να αντιμετωπίζει. Και όντως ο συγγραφέας πέτυχε πλήρως τον στόχο του προσφέροντας στους αναγνώστες ένα «παραμύθιον αγάπης».
* Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης, δρ. Βυζαντινής Φιλολογίας Α.Π.Θ.