Τα ερείπια, τις καταστροφές, τις πλημμύρες ή την εγκληματικότητα μην ψάχνεις να τις βρεις στην... Εκάλη, την Κηφισιά, το Παλαιό Ψυχικό. Πόνο, οργή και δάκρυ θα βρεις μονάχα στις πυκνοκατοικημένες και πολυφυλετικές δυτικές συνοικίες της Αθήνας. Στη Μάνδρα, το Περιστέρι, το Αιγάλεω, τη «Σάντα Μπάρμπαρα» του Ζαμπέτα. Εκεί στοιβάχτηκαν όλα. Εκεί οι νεοάποικοι των επαρχιών που κουβάλησε στην πρωτεύουσα ο Καραμανλής μετεμφυλιακά, μην... «μολυνθούν» από το «κομμουνιστικό σαράκι». Εκεί η εργατιά, οι Ρομά με τα πολλά παιδιά, οι λαθραίοι, νόμιμοι ή ημινόμιμοι μετανάστες, εκεί όλα τα κοινωνικά περιθώρια, συμπτύχθηκαν και προσπάθησαν να επιβιώσουν, ανάμεσα από ρέματα, λατομεία, και αυθαίρετα σπίτια που νομιμοποιούνταν ανάλογα με τις εκλογικές ανάγκες των κυβερνήσεων.
Μην πάμε μακριά… Μπορεί σήμερα η Λάρισα, κάθε που βρέχει, να κάνει πολλά μνημόσυνα στον δήμαρχο Αριστείδη Λαμπρούλη που φρόντισε και έφτιαξε το αποχετευτικό, μπορεί οι τοπικές αρχές να πέτυχαν να βγάλουν έξω από την πόλη τον κύριο όγκο των υδάτων του Πηνειού σώζοντάς την, αλλά, ως και τη δεκαετία του ‘80, η πόλη πνιγόταν. Πρώτη φτωχογειτονιά που γνώριζε την οργή του Πηνειού, τα Ταμπάκικα. Εκεί, σαν έπιανε ο Μάρτης και γλύκαινε ο καιρός, το μάτι των κατοίκων άγρυπνο παρακολουθούσε το ποτάμι να κατεβάζει τα λιωμένα χιόνια των βουνών της Δυτικής Θεσσαλίας. Στην όχθη, στοίβες από σακιά γεμάτα άμμο περίμεναν σε θέση μάχης. Και σαν έπιαναν βροχές και το νερό πήγαινε να ξεφύγει, κηρυσσόταν γενικός συναγερμός. Καφενεία, ταβέρνες και άλλα αντρικά στέκια της γειτονιάς ερήμωναν κείνες τις μέρες. Οι άντρες παρατούσαν δουλειές και άλλες υποχρεώσεις, έτρεχαν στις όχθες και με τα τσουβάλια δημιουργούσαν πρόχειρα αναχώματα. Μάταιος κόπος τις πιο πολλές φορές. Ασυγκράτητα τα νερά του ποταμού, ορμούσαν στους δρόμους, έμπαιναν στις αυλές, μετά στα σπίτια… Φωνές, κακό, «πωωωρεε τι πάθαμε», κατάρες και βλαστήμιες… Ποιος να σ’ ακούσει όμως τότε; Ποιο Κράτος, ποιες αποζημιώσεις οικοσκευής, τίποτε, τίποτε, όλα ήταν ένα τίποτε, και κοίτα να δεις τι θα κάνεις, βοήθεια μην περιμένεις από πουθενά. Μοναχά στην Παναγιά μπορούσες να κοιτάς με απόγνωση, πλημμυρισμένης κι αυτής ο ναός, και να εκλιπαρείς την εξ ύψους βοήθεια, να σταματήσει αυτό το κακό με τη βροχή.
Μια φορά, ένας αντιδήμαρχος – τύπος «γκαγκά» όπως θα λέγαμε σήμερα- τόλμησε και πήγε στο καφενείο της γειτονιάς να μιλήσει στους πλημμυροπαθείς Ταμπακιώτες. Και όταν στριμώχτηκε, νευριασμένος έβγαλε αυτό που πραγματικά σκεφτόταν:
- Και ποιος σας είπε να πάτε να χτίσετε δίπλα στο ποτάμι; Είναι ακριβώς η ίδια επιχειρηματολογία σήμερα, όταν κατηγορούν όσους έχτισαν μέσα σε ρέματα.
Τι να του έλεγε η γιαγιά Ασπασία, γυναίκα αγράμματη και χήρα με τρία μικρά παιδιά; Έφταιγε αυτή που ο πόλεμος και η καταστροφή των κοπαδιών τούς ξερίζωσαν απ’ τα χωριά τους, χιλιάδες χιλιάδων ανθρώπους, και τους ανάγκασαν να καταφύγουν σε πόλεις σαν τη Λάρισα; Τι να του έλεγε ο μπάρμπα – Στέργιος; Έφταιγε αυτός που πήρε τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά κι έφυγαν απ’ το χωριό για να βρουν καταφύγιο στην πόλη και να γλιτώσουν από τον εμφύλιο; Διότι αυτό ήταν τα μεταπολεμικά Ταμπάκικα. Ένας πληθυσμός ανάγκης. Ένας πληθυσμός ξεριζωμένων που σαν βρέθηκαν πρόσφυγες στη Λάρισα, ολόκληρες οικογένειες στοιβαγμένες πάνω σε κάρα, δεν βρήκαν κανέναν να τους περιμένει. Καμιά κρατική μέριμνα και ενδιαφέρον- από ποιο Κράτος άλλωστε; Παρά μονάχα τους είπαν, «Νααα… Πάτε εκεί» δείχνοντάς τους κατά το ποτάμι και τις όχθες του, ένα μέρος παράμερο, κατάλληλο να στοιβάξεις τα πλήθη των ανεπιθύμητων που κουβαλήθηκαν στις πόλεις, ένα «χαλί» καλό για να κρύβεις από κάτω τα σκουπίδια.
Μα με τα χρόνια καλοσύνεψε ο καιρός, στρώσαν τα πράματα και οι νιόφερτοι άρχισαν να χτίζουν τα σπιτάκια τους. «Καμαρούλες μια σταλιά δύο επί τρία» στην αρχή, μετά κι άλλες κάμαρες δίπλα, η οικογένεια μεγάλωνε, σχέδιο κανένα, όπου του κατέβαινε του καθένα, κι όπως βολευόταν. Όλα αυθαίρετα. Αυθαίρετα σπίτια, αυθαίρετοι άνθρωποι, αυθαίρετες ζωές… Και μόνο μετά, πολλές δεκαετίες αργότερα, σκέφτηκαν οι αρμόδιοι ότι πρέπει κάποτε να αποκτήσουν και τα Ταμπάκικα ένα σχέδιο… Δηλαδή τι; Απλά να... νομιμοποιήσουν την υφιστάμενη κατάσταση και να προβούν σε μικροβελτιώσεις. Ευτυχώς που ο Πηνειός δεν θυμώνει τόσο εύκολα πια και τα αντιπλημμυρικά έργα λειτουργούν. Η τελευταία επίσκεψη των νερών ήταν, αν θυμάμαι καλά, την άνοιξη του 1987. Αρκετά μεγάλος πια, είχα λάβει και ο ίδιος μέρος στη μάχη με τα τσουβάλια στις όχθες.
Το συμπέρασμα, έτσι, είναι πως η Ελλάδα πληρώνει κάθε τόσο την ίδια της τη σύγχρονη... ιστορία. Το πώς δομήθηκε και το πώς στήθηκε μεταπολεμικά αυτό το «μαγαζί». Έφταιγαν άραγε τα απλά ανθρωπάκια; Αυτά ανάγκες είχαν, κυνηγημένα αγρίμια οι περισσότεροι, «κούρνιασαν» όπου βρήκαν απάγκιο τόπο να στήσουν φωλιά, κι ας ήταν και ρέματα. Αρκεί που ήταν φτηνά τα οικόπεδα. Απλά, το έκαναν πιο γρήγορα απ’ ό,τι το δυσκίνητο, γραφειοκρατικό – και με περιορισμένα οικονομικά – Κράτος που ερχόταν εκ των υστέρων να «νομιμοποιήσει» όλη αυτή την... εθνική αυθαιρεσία με αποφάσεις πολιτικών τις οποίες εξαργύρωναν με ψήφους.
Αλλά αυτά είναι λίγο - πολύ γνωστά, τα ξέρουμε, τα έχουμε αποδεχτεί. Το πρόβλημα είναι πως εδώ και πολλά χρόνια, οι αντιπλημμυρικοί σχεδιασμοί δεν προχωρούν. Ανικανότητα; Αβελτηρία; Τοπικά συμφέροντα; Λίγο απ’ όλα… Οι νεότερες γενιές των Ελλήνων έχουν πέσει σε μια γενικότερη νωχέλεια, εμφανίζουν συμπτώματα παραίτησης τα οποία προσπαθούν να δικαιολογήσουν με τη «λαίλαπα των Μνημονίων»- πολύ βολική αυτή η «λαίλαπα» τελικά.
Μπορεί πάλι να φταίει ο... ήλιος. Γιατί βγαίνει αμέσως μετά, τα στεγνώνει όλα, τα σβήνει όλα. Έτσι τα προβλήματα ξεχνιούνται, μπαίνουν κάτω απ’ το χαλί, ως την επόμενη θεομηνία ποιος ζει και ποιος πεθαίνει. Αν ήμασταν μια χώρα βροχερή, ίσως κάποια λύση να είχε βρεθεί.
Έξω βρέχει… Γλυκά, σιγανά κι όμως βρέχει. Για τέταρτη ή πέμπτη μέρα; Και μέσα βρέχει. Από την τηλεόραση τόνοι νερού και λάσπης μπαίνουν στο σαλόνι μου… Μα από τα δυτικά φαίνεται να ξανοίγει. Ένας ήλιος αναιμικός προβάλλει δειλά. Πάντα ξανοίγει σ’ αυτήν τη χώρα. Πάντα στο τέλος κάποιος καλός Θεός τη σώζει.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis @yahoo.gr