Τα πρώτα πέντε χρόνια έκανε μεγάλο, καθημερινό αγώνα να επιβιώσει επαγγελματικά, να γίνει γνωστός και να τον εμπιστευτούν στη μικρή κοινωνία που ζούσε. Με επιμονή, με αξιοπρέπεια αλλά και με την οικονομική υποστήριξη του πατέρα του- που δεν ήταν ούτε μεγαλοδικηγόρος ούτε μεγαλογιατρός, αλλά ένας έμπορος της μεσαίας τάξης- άρχισε σιγά - σιγά να στέκεται επαγγελματικά στα πόδια του. Με το χαμόγελο και τη συνέπεια που τον χαρακτήριζε, κέρδιζε τους ανθρώπους κι επιβίωνε αξιοπρεπώς, μέσα σ’ ένα σινάφι που, όπως όλα σχεδόν, έχει τα προβλήματά του, τις συμπάθειες και αντιπάθειες, τις ιδιαίτερες σχέσεις αλλά και τα επί μέρους επαγγελματικά συμφέροντα μεταξύ των μελών του. Ένα σινάφι που εκεί που μπορεί να σε αγκαλιάσει και να σε καλοδεχτεί, αμέσως μετά και χωρίς εμφανή ίσως λόγο, μπορεί να σε πολεμήσει και να σε απορρίψει. Ένας θείος του τού εμπιστεύτηκε όλες τις νομικές υποθέσεις της εταιρίας του. Ήταν τα χρόνια που με μια Διαταγή Πληρωμής ο δύστροπος κακοπληρωτής έτρεχε να ξοφλήσει γιατί «είχε» σπίτια, εξοχικά, αυτοκίνητα που δεν ήταν προσημειωμένα από κάποια τράπεζα, αλλά κι αν ήταν, ήταν το ένα κι όχι όλα τα υπάρχοντά του. Απλά, ο πονηρός «έχων και κατέχων», δεν πλήρωνε από «πεποίθηση» και γούστο κι όχι από πραγματική αδυναμία.
Ο Κωστής δεν ξεγέλασε ποτέ πελάτη του ή άνθρωπο, δεν εκμεταλλεύτηκε την ανάγκη κανενός, δεν «κούμπωσε» υποθέσεις με τον αντίδικο για να βγάλει περισσότερα χρήματα . Ήθελε, όταν έπεφτε για ύπνο, να κοιμάται ήσυχος, να έχει τη συνείδησή του καθαρή, να ’ναι καλά με τον εαυτό του. Ήθελε να τον εκτιμούν και να τον σέβονται, όπως σεβόταν κι εκείνος όλο τον κόσμο. Ακόμα κι όταν καθυστερούσαν να τον πληρώσουν ή τον φέσωναν, χαμογελούσε και –σαν θρήσκος που ήταν- σκεφτόταν πως ο Θεός θα του τα στείλει απ’ αλλού. Πριν από επτά χρόνια ο Κωστής έκλεισε το γραφείο και μετέφερε την έδρα του στο σπίτι του, στο κέντρο, κοντά στα δικαστήρια. Ο θείος του έχει κλείσει την εταιρία που του έδινε δουλειά, γιατί η κρίση τον τσάκισε. Όπου αλλού χτύπησε πόρτες, δεν βρήκε κάποια σοβαρή ανταπόκριση. Τα έσοδα έγιναν ελάχιστα και τα έξοδα έτρεχαν. Το (ημι -χρεοκοπημένο) κράτος τού επέβαλε Φ.Π.Α, φόρους από το πρώτο ευρώ και υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές, για μια σύνταξη που αν και όταν θα ’ρθει εκείνη η ώρα, ίσως να τα βάζει με τον εαυτό του, που δεν προνόησε –όταν περνούσαν λεφτά από τα χέρια του –να κάνει έστω, μια χαμηλού κόστους, ιδιωτική ασφάλιση.
Και μέσα σ’ όλα αυτά είχε και το ασυμβίβαστο, δεν μπορούσε να κάνει παράλληλα άλλη δουλειά για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις που τον έπνιγαν. Εξετάσεις να «βολευτεί» στο Δικαστικό σώμα –αν και κάποια στιγμή το σκέφτηκε- δεν έδωσε, κι ας μην είχε όνειρο να γίνει δικαστής. Σάμπως όλοι εκείνοι οι συνάδελφοί του που δίνουν πια, το κάνουν γιατί το ονειρεύτηκαν; Ε! όχι βέβαια, ας μην γελιόμαστε, για να βολευτούν το παλεύουν, να ξελασπώσουν, (το) «ομολογούν» μεταξύ τους. Ο Κωστής λοιπόν δεν μπόρεσε να δώσει για να βολευτεί, και γιατί-πέραν όλων των άλλων- είχε υπερβεί και το όριο ηλικίας. Επι πλέον, σε όσους άλλους διαγωνισμούς έκανε τα χαρτιά του, δεν κατάφερε τίποτα… Χιλιάδες οι υποψήφιοι για λίγες θεσούλες.
Τελευταία ελπίδα του ήταν να πάει σε μια εταιρία, μέλος πολυεθνικής που στέκεται καλά ακόμα στην αγορά, να δώσει το βιογραφικό του και να περάσει από συνέντευξη. Τα χρήματα δεν θα ήταν πολλά, δεν θα ήταν η λεγόμενη πάγια αντιμισθία, αλλά ό,τι και να ήταν, θα ήταν καλύτερο από το γλίσχρο και ευκαιριακό εισόδημά του. Ο συνάδελφος που ήταν νομικός σύμβουλος στην εταιρία, πέθανε ξαφνικά, κι από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε το κενό και κάποιος φίλος τον σύστησε. Όταν άνοιξε η πόρτα για να μπει στο γραφείο του διευθυντή, είδε μπροστά του τον Γιάννη, τον συμμαθητή του από το Λύκειο. Ο Γιάννης αποφοίτησε από το σχολείο με 15 κι όχι με 19 σαν τον Κωστή, έδωσε πανελλήνιες αλλά δεν πέρασε πουθενά, δεν ήξερε ξένες γλώσσες, «δεν τον ενδιέφερε ποτέ να μορφωθεί», όπως συνήθιζε να «καμαρώνει» στο Λύκειο. Όμως τα κατάφερε… Λόγω «συστήματος»; Γνωριμιών; Κάτι άλλο; Πόση σημασία έχει; Πάντως φαίνεται ότι κατάφερε να φτάσει γρήγορα εκεί, όπου μπόρεσε και έκρινε ανεπαρκή τον συμμαθητή του τον Κωστή, ο οποίος φυσικά δεν προσελήφθη.
Τη δουλειά τελικά, την πήρε μια «γνωστή» του Γιάννη, πολύ μικρότερη του Κωστή, αλλά με υψηλόβαθμο πατέρα και θείο πολιτευτή, ο οποίος φρόντισε να της εξασφαλίσει παράλληλα και θέση νομικού συμβούλου σε μια τράπεζα, απ’ αυτές τις λίγες που απέμειναν, μετά τις αλλεπάλληλες συγχωνεύσεις και που κατά τ’ άλλα αποδέσμευσαν αρκετούς νομικούς, λόγω περιορισμού αντικειμένου και θέσεων.
Λίγη σημασία έχει όμως πια, γιατί ο Κωστής την είδε πλέον αλλιώς και πήρε τις αποφάσεις του. Εφυγε για το εξωτερικό. Το πατρικό του σπίτι-γραφείο κατασχέθηκε, κάτι που να τον κρατά δυνατά στη γενέτειρά του δεν υπήρχε, και η δίψα για ζωή, πάντα ήταν παρούσα, οπότε, μάζεψε ό,τι είχε και δεν είχε κι έφυγε, όπως τόσοι και τόσοι νέοι (ή έστω λιγότερο νέοι) επιστήμονες. Εδώ και λίγους μήνες ζει στη Λιόν στη Γαλλία. Δουλεύει στο νομικό τμήμα μιας πολυκλινικής κι αμείβεται με πάνω από 6.000 ευρώ τον μήνα. Σε 1-1,5 χρόνο, εξοφλεί και τα τελευταία χρέη που άφησε πίσω, έτσι, για να μην χρωστάει τίποτα στην Πατρίδα και δεν έχει σκοπό να γυρίσει ποτέ. Για τον τόπο του ήταν ένας από τους πολλούς «απατεώνες-φοροφυγάδες-δικηγόρους» που όμως –κάποια στιγμή τα χρόνια της κρίσης που πάλευε να επιβιώσει - σχεδόν δεν είχε να φάει. Για τους ξένους (όμως) που τον εμπιστεύτηκαν και του έδωσαν δουλειά, φαίνεται πως είναι ένας λαμπρός επιστήμονας.
Αντίο (a dieu) Ελλάδα… κι όχι στο επανιδείν (au revoir)! φαίνεται να λέει πολλές φορές από μέσα του αλλά και σε φίλους που επικοινωνεί μαζί τους. Το πόσο το πιστεύει πραγματικά, κανείς δεν ξέρει. Αυτό πάντως που είχε μάθει από τα φοιτητικά του χρόνια- που διάβαζε πολύ- ήταν ότι «η διαφορά μεταξύ νίκης και ήττας είναι το να μην τα παρατάς». Κι ο Κωστής αυτό το έκανε διαχρονικά πράξη: και στη Λάρισα πριν, και στη Λιόν τώρα.
Θ. Γ.