Σπανιότατα χτυπά με γρήγορο ρυθμό καλώντας όλους τους κατοίκους σε συγκέντρωση. Έτσι και σήμερα, η καμπάνα χτυπά επίμονα, χτυπά διαπεραστικά και σε τρελούς ρυθμούς. Τα χέρια που τη χτυπούν, κάθε λίγο αλλάζουν. Τι τρέχει; Τι τρέχει; Δυνατές φωνές απαντούν : «Επιστράτευση- Γενική επιστράτευση!» Τι θα πει αυτό; Αναρωτιόμαστε όλοι εμείς οι μικροί μπόμπιρες που βρεθήκαμε με μιας στην πλατεία του χωριού. Παράξενα αντήχησε στα αυτιά μας αυτή η λέξη. Τα μεγαλύτερα παιδιά από εμάς, λένε πως απλά σημαίνει πόλεμος ! Πόλεμος; Και ποιοι πολεμάνε;
Γρήγορα μαζεύτηκε κόσμος, όλοι δείχνουν στεναχωρημένοι. Είναι είκοσι Ιουλίου του 1974 του «Προφήτη Ηλία». Η εκκλησιά μας έχει το όνομα του Προφήτη και τον πανηγυρίζουμε κάθε χρόνο. Αυτός ο μήνας πάντα είναι διαφορετικός, είναι πιο όμορφος και η χαρά είναι φανερή στα πρόσωπα μικρών και μεγάλων. Φέτος όμως αυτή η χαρά είναι κρυμμένη. Επιστράτευση! Θα γίνει επιστράτευση! Ψιθυρίζουν οι μεγαλύτεροι, με πρόσωπα τώρα απορημένα και φοβισμένα. Κάτι το φοβερό θα πρέπει να σημαίνει αυτή η λέξη, αλλά εμάς τους μικρούς, το μόνο που μας νοιάζει, είναι που δεν ήρθαν ακόμη οι κούνιες του Βλάση. Σήμερα ήταν να έρθει, γιατί δεν ήρθε; Από τις κουβέντες των μεγάλων δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει. Ακούμε τώρα δυνατές φωνές: «Όλοι για την Κύπρο μας, εμπρός, δεν είναι καιρός για χαρές και πανηγύρια. Ήρθε η ώρα και πάλι να υψώσουμε τη ψυχή μας και το ανάστημά μας».
Εκείνη τη στιγμή ακούγονται χειροκροτήματα και ζήτω. Για εμάς τους μικρούς όμως, παραμένει να είναι άλλη η αγωνία μας. Από χθες αναρωτιόμασταν, γιατί δεν υπάρχει και φέτος η μαγευτική ατμόσφαιρα που είχαμε συνηθίσει. Γιατί δεν ακούγονται τα χαρούμενα τραγούδια του Βλάση. Ο δικός του ερχομός ήταν πάντα η έναρξη της τρελής μας χαράς, ήταν το προμήνυμα του κεφιού και της ξενοιασιάς. Όλοι γνωρίζαμε πως μόλις έφταναν οι βαρκούλες του, αυτό θα σήμανε αυτόματα και τον ερχομό του πανηγυριού μας. Αυτές ήταν οι κούνιες του, μικρές βαρκούλες που κάθονταν μέσα δυο άτομα, ανεβοκατεβάζοντας ένα σχοινάκι και αμέσως μαγικά μεταμορφώνονταν, γίνονταν ταξιδιάρικα πουλιά, άρχιζαν ένα ατελείωτο ταξίδι, αρμενίζοντας ψηλά, πολύ ψηλά, μέχρι να φωνάξει ο Βλάσης: « Ε! Ταξιδευτές, πιο σιγά! Βάρκες είναι, όχι αεροπλάνα!» Αργότερα, το βραδάκι θα μοσχομύριζε και ο αέρας από τα ψητά κρέατα και το ζαχαρωμένο μαλλί της γριάς… Έφτασε αυτή η πολυπόθητη μέρα, έφτασε και φέτος, αλλά για κάποιον ανερμήνευτο λόγο δεν αιωρείται η χαρά, δεν ήρθαν οι κούνιες ούτε οι πραματευτάδες. Η καμπάνα του χωριού τώρα σταμάτησε να χτυπά, ο ήλιος βασιλεύει αλλά η μικρή πλατεία είναι ακόμη γεμάτη κόσμο. Κάποιοι από εμάς τους μικρούς αρχίσαμε να κλαίμε, δεν θα γίνει το πανηγύρι, είναι πια σίγουρο και εμείς θα χάσουμε τις κούνιες μας. Μαζί μας τώρα άρχισαν να κλαίνε και πολλοί μεγάλοι και εμείς τους κοιτούσαμε και σκεφτόμασταν. Τι κρίμα! Πόσο θέλανε κι αυτοί οι καημένοι να κουνηθούνε!
Από τον Ευστάθιο Γαιτανίδη
Ο Ευστάθιος Γαιτανίδης είναι τακτικό μέλος της ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος.