Οι ΗΠΑ είναι πολύ πιο ασταθείς από τη δυτική Ευρώπη. Και οι λόγοι είναι οι εξής.
Η ανισότητα είναι πολύ μεγαλύτερη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο συντελεστής Gini, που μετρά την ανισότητα, είναι 0,394, υψηλότερος από οποιαδήποτε χώρα της δυτικής Ευρώπης. Η μόνη δυτικοευρωπαϊκή χώρα που πλησιάζει την ανισότητα των ΗΠΑ είναι και πάλι το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως δείχνει και η καταστροφή στις εργατικές κατοικίες Grenfell, στο πλούσιο Κένσινγκτον. Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει επίσης λιγότερη κοινωνική κινητικότητα από τις ΗΠΑ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια πλουτοκρατία σε ένα βαθμό αδιανόητο για τη δυτική Ευρώπη. Ένας λόγος που οι Ρεπουμπλικανοί προσπαθούν να στερήσουν 22 εκατομμύρια ανθρώπους από την υγειονομική περίθαλψη, παρά τις εκλογικές συνέπειες που μπορεί να έχουν, είναι για να ικανοποιήσουν τους «Αμερικανούς για την Ευημερία», τον πολιτικό φορέα των δισεκατομμυριούχων αδελφών Κόουκ.
Οι φτωχοί Αμερικανοί ζουν χειρότερα από τους φτωχούς Ευρωπαίους. Το προσδόκιμο ζωής στην Αμερική είναι τα 79 έτη, έναντι 81,5 ετών στη φτωχή Ελλάδα όπου όλοι καπνίζουν και 83 ετών στην Ιταλία. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στη διατροφή, αν και η κυριαρχία της ζάχαρης στην Αμερική συνιστά από μόνη της έναν θρίαμβο των πιέσεων της βιομηχανίας. Πρέπει να θυμόμαστε επίσης ότι οι ευρωπαϊκές χώρες προσφέρουν κατά κανόνα δωρεάν ή φτηνή πανεπιστημιακή εκπαίδευση.
Η πολιτική πόλωση είναι χειρότερη στις ΗΠΑ. Τα συστήματα κυβερνητικών συνασπισμών όπως εκείνο της Γερμανίας αποθαρρύνουν την πόλωση, γιατί τα κεντρώα κόμματα συνήθως συμμετέχουν στις κυβερνήσεις. Αλλά και στη Γαλλία ο Εμανουέλ Μακρόν εξελέγη πρόεδρος υποστηρίζοντας ότι δεν ανήκει ούτε στη Δεξιά ούτε στην Αριστερά. Ακόμη και το Brexit προσφέρει έναν μεσαίο δρόμο που απουσιάζει από την Αμερική του Τραμπ: οι περισσότεροι Remainers πιέζουν τώρα να παραμείνει η χώρα στην ενιαία αγορά.
Αλλά και το τοπίο των μέσων ενημέρωσης είναι λιγότερο πολωμένο στη δυτική Ευρώπη απ' ό,τι στην Αμερική. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τα μέσα ενημέρωσης απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη τόσο των δεξιών όσο και των αριστερών. Στην Αμερική, αντίθετα, τόσο οι φιλελεύθεροι όσο και οι δεξιοί παρακολουθούν μόνο πηγές με τις οποίες γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι συμφωνούν. Και παρόλα αυτά, οι Αμερικανοί εμπιστεύονται λιγότερο τα μίντια από οποιονδήποτε Δυτικοευρωπαίο, με εξαίρεση τους Γάλλους.
Οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, οι δύο χώρες που δημιούργησαν τη μεταπολεμική διεθνή τάξη, έχουν τώρα βαλθεί να την ανατρέψουν. «Το γεγονός ότι οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί κέρδισαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ακριβώς εκείνο που τους έκανε ευάλωτους», λέει ο Ιαν Μπουρούμα, ο νέος διευθυντής του New York Review of Books. «Η μια γενιά μετά την άλλη μεγάλωσε με την εθνική υπερηφάνεια, με την πεποίθηση ότι αποτελεί κάτι ειδικό. Ο βρετανικός και ο αμερικανικός εξαιρετισμός προετοίμασε το έδαφος για έναν αντιδραστικό εθνικισμό». Οι κάτοικοι της ηπειρωτικής δυτικής Ευρώπης, αντίθετα, βγήκαν από τον πόλεμο ταπεινοί, χωρίς τέτοιες φαντασιώσεις.
Ο αμερικανός πρόεδρος είναι αρχηγός της κυβέρνησης και του κράτους ταυτοχρόνως. Πολλοί αμερικανοί ψηφοφόροι αναζητούν έτσι έναν Μεσσία που να μπορεί να ενσαρκώνει το έθνος, ανεξάρτητα από την πολιτική που υποστηρίζει. Η ακραία προσωποποίηση των περυσινών εκλογών θύμισε την εμμονή με τον ηγέτη που παρατηρείται στη Ρωσία ή στον αραβικό κόσμο.
Η μόνη δυτικοευρωπαϊκή χώρα όπου ο πρόεδρος έχει ανάλογο ρόλο είναι η Γαλλία, αλλά οι ψηφοφόροι εκεί ενδιαφέρονται περισσότερο για την πολιτική: η Μαρίν Λεπέν έχασε ψήφους επειδή δεν μπόρεσε να εξηγήσει το σχέδιό της για αποχώρηση από την ευρωζώνη. Στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, ο πρωθυπουργός είναι ένας αξιωματούχος που μπορεί να αποπεμφθεί και να τιμωρηθεί για ανικανότητα.
Οι Αμερικανοί έχουν όπλα. Το πολιτικό χάος της Αμερικής μπορεί να τελειώσει λοιπόν με έναν φρικτό τρόπο, αδιανόητο στην Ευρώπη, ιδιαίτερα αν ο Τραμπ παραπεμφθεί σε δίκη ή κάποιος Δημοκρατικός νικήσει δύσκολα το 2020.
Η ψευδαίσθηση ότι τα αμερικανικά προβλήματα είναι προβλήματα της Δύσης συντηρείται επειδή οι πολιτικοί αναλυτές έχουν συνήθως σπουδάσει στην Αμερική. Στην πραγματικότητα, η «Δύση» δεν υπάρχει πια και η Ευρώπη χρειάζεται τη δική της δημόσια σφαίρα.
Του Simon Kuper
(*) Ο Σάιμον Κούπερ είναι αρθρογράφος των Financial Times
(Πηγή: Financial Times)