Μια πνιγηρή ημέρα του θέρους οι κάτοικοι του χωριού ήταν στους αγρούς και θέριζαν. Ξαφνικά δυνατοί κωδωνισμοί από το κωδωνοστάσιο της εκκλησίας αναγγέλλουν κίνδυνο. Μετά από λίγο μια φωνή ακούγεται μυριόστομη. Πυρκαγιά-πυρκαγιά! Οι χωρικοί έντρομοι τρέχουν από τους αγρούς στο χωριό για να σώσουν τα σπίτια τους. Αλλά όταν έφτασαν στον τόπο της πυρκαγιάς, βλέπουν μόνο το σπίτι, πάνω στο οποίο οι πελαργοί είχαν χτίσει τη φωλιά τους, είχε περικυκλωθεί από τις φλόγες. Τότε όλοι με πολύ μεγάλη προθυμία προσπαθούσαν να σώσουν το σπίτι εκείνο. Αλλά δεν ήταν εύκολο το πράγμα. Η φωτιά είχε διαδοθεί. Οι φλόγες έβγαιναν έξω από τα παράθυρα και η στέγη άρχισε να αναφλέγεται. Ενώ όμως οι χωρικοί προσπαθούσαν να σώσουν ό,τι ήταν δυνατόν από το σπίτι που καιγόταν, ξαφνικά ένας πελαργός έρχεται ορμητικά, πετώντας από το λιβάδι και διευθύνεται προς το σπίτι. Είναι η μητέρα των μικρών πελαργών που βρίσκονται μέσα στη φωλιά πάνω στη στέγη. Οι δύστυχοι νεοσσοί της περικυκλωμένοι από τον καπνό και τις φλόγες κινδυνεύουν να πεθάνουν. Η δύστυχη μητέρα, έντρομη, πετά γύρω από τον καπνό και τις φλόγες. Τέλος, παίρνει τολμηρή απόφαση. Ορμά στη στέγη μέσα από τις φλόγες και μετά από λίγο βγαίνει προς τα έξω. Κρατά στο ράμφος της έναν μικρό πελαργό τον οποίο αποθέτει στη ρίζα ενός δέντρου. Αμέσως υψώνεται πάλι και ορμά για δεύτερη φορά μέσα από τις φλόγες, οι οποίες εν τω μεταξύ είχαν γίνει δυνατότερες. Και σε λίγο έρχεται με δεύτερο νεοσσό. Τώρα οι φτερούγες της κάηκαν λίγο, αλλά η φιλοστοργική μητέρα δεν ανησυχεί για τις φτερούγες της. Αφήνει το παιδί της κοντά στο πρώτο και ορμά ακράτητη για τρίτη φορά μέσα από τον καπνό και τις φλόγες στη φωλιά για να και τους άλλους δύο νεοσσούς. Οι χωρικοί περίμεναν με βαθιά συγκίνηση να δουν την ηρωική μητέρα να έρχεται και πάλι. Αλλά δεν ξαναήρθε πια. Σκέπασε με τις φτερούγες της τους δύο νεοσσούς της οι οποίοι καίγονταν, και κάηκε μαζί με τα αγαπημένα παιδιά, αφού δεν ήταν δυνατόν να τα σώσει.
Νικόλαος Σισκόπουλος
Συνταξιούχος