* Του Απ. ΣιέρραΔεn στέγνωσε το μελάνι από το τελευταίο νομοθέτημα (4327/2015) που καθόριζε τη διαδικασία επιλογής διευθυντών στα Σχολεία και συνέγραψαν νέο! Τώρα, η επιλογή θα γίνεται και πάλι…. όπως γινόταν με μετρήσιμα/αντικειμενικά κριτήρια και τη συνέντευξη. Στον σύλλογο διδασκόντων δίνεται η δυνατότητα της έκφρασης γνώμης. Να εκφράσει, δηλαδή, ο κάθε διδάσκων –ατομικά – τη γνώμη του για τον υποψήφιο διευθυντή - υποψήφια διευθύντρια, σε ένα προτυπωμένο έντυπο, σημειώνοντας απλά και εύκολα, ένα ναι ή ένα τικ (v). Μόνο αυτό και βέβαια η γνώμη του Συλλόγου δεν μοριοδοτείται, αλλά κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης των υποψηφίων, τίθεται υπόψη του συμβουλίου η γνώμη των εκπαιδευτικών.
Ο νέος νόμος (31-5-2017) επαναφέρει την «κανονικότητα» που ίσχυε μέχρι το 2015. Αποκαθιστά την «τάξη» που πήγε να διασαλευτεί σε ένα ευαίσθητο χώρο της δημόσιας σφαίρας -διοίκησης. Οι διευθυντές και οι διευθύντριες σχολείων θα επιλέγονται –και πάλι- από τα «οικεία περιφερειακά συμβούλια» (Π.Υ.Σ.Δ.Ε –Π.Υ.Σ.Π.Ε).
Γιατί φτάσαμε εδώ; Γιατί ο υπουργός Παιδείας –η Κυβέρνηση – απέσυρε τον προηγούμενο νόμο της, που αναγόρευε τον Σύλλογο διδασκόντων σε καθοριστικό παράγοντα στην επιλογή των διευθυντών ;
Αυτό έγινε, επειδή το Σ.Τ.Ε, εκδικάζοντας προσφυγή ενδιαφερομένων, έκρινε ότι η διαδικασία αυτή επιλογής είναι αντισυνταγματική. Αφού ο Σύλλογος διδασκόντων αξιολογεί τους υποψήφιους διευθυντές-ντριες χωρίς να αιτιολογεί την κρίση του και δεν δίνεται η δυνατότητα στους απορριφθέντες υποψηφίους να «ελέγξουν» την απόφαση του Συλλόγου. Αντίθετα, η επιλογή των διευθυντών από τα υπηρεσιακά συμβούλια έχει τα εχέγγυα της αξιοκρατίας, της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας, εξασφαλίζοντας έτσι, το δικαίωμα της ελεύθερης πρόσβασης και σταδιοδρομίας, όλων, σε δημόσιες θέσεις, ανάλογα -βέβαια –με την προσωπική αξία και ικανότητα του καθένα.
Πολύ ωραία ακούγονται όλα αυτά . Άλλωστε δύσκολα θα διαφωνούσε κανείς με το δικαίωμα ενός υποψηφίου να πληροφορηθεί γιατί τον απέρριψαν.
Εδώ, ελέγχεται η στάση της Κυβέρνησης, που έσπευσε να νομοθετήσει –απερίσκεπτα(;) σκόπιμα (;) –ανατρέποντας, καταργώντας την ουσιαστική και μόνη αλλαγή του δικού της, προηγούμενου νόμου. Στην ουσία ακύρωσε τον εαυτό της. «Πρόδωσε» τις ελπίδες που είχαν δειλά δημιουργηθεί – με το νόμο του 2015- πως επιτέλους, πνέει άνεμος Δημοκρατίας στα Δημόσια Σχολεία. (*1)
Θα υποστηριχθεί ίσως πως η Κυβέρνηση υποχρεώθηκε, έπρεπε να προσαρμοστεί με την απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου (Σ.Τ.Ε). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Οι δικαστές κρίνουν με βάση τους νόμους που ισχύουν. Οι αποφάσεις τους στηρίζονται στο πλέγμα των νόμων και των αρχών του συντάγματος της χώρας. Έτσι οφείλουν να ενεργούν. (*2)
Τους νόμους όμως, τους θεσπίζει η Κυβέρνηση (η Εκτελεστική εξουσία συνεπικουρούμενη από τη Νομοθετική). Η Κυβέρνηση επίσης, θεσπίζει νέους νόμους, αναθεωρεί ή καταργεί παλαιότερους που μπορεί να αναστέλλουν ή να ματαιώνουν τις πολιτικές της στοχεύσεις, τα ιδιαίτερα πολιτικά προγράμματα της. Η Κυβέρνηση –οι κυβερνήσεις –δεν μπορούν να «κρύβονται» πίσω από δικαστικές αποφάσεις, και μάλιστα όταν αυτοπροσδιορίζονται αριστερές.
Έτσι, για το συγκεκριμένο-επίμαχο ζήτημα, μετά την απόφαση του Σ.Τ.Ε αναρωτιέται –καλόπιστα- κανείς: Γιατί; Πώς ένα υπηρεσιακό συμβούλιο (δες Π.Υ.Σ.Δ.Ε.) είναι «κατάλληλο όργανο» για την επιλογή ενός διευθυντή; Ο Σύλλογος διδασκόντων, -εφόσον είναι
ακατάλληλο –δεν μπορεί να καταστεί «κατάλληλο όργανο»;
Η απάντηση στο πρωταρχικό αυτό ερώτημα –νομίζω είναι μία: Μπορεί. Αλίμονο αν δεν μπορούσε. Θα καταργούσαμε την έννοια της εξέλιξης! Της ελευθερίας και της βούλησης.
Αν οι Σύλλογοι, λ.χ. χρειάζεται –κατά το νόμο- να αιτιολογούν την απόφασή τους, να τους ζητηθεί να παρουσιάζουν αιτιολογημένα την όποια επιλογή τους.
Αντί, όμως, το Υπουργείο Παιδείας να υποστηρίξει το θετικό «βήμα» που τόλμησε το 2015, αντί να προστατεύσει και να «θωρακίσει» με τις αναγκαίες νομικές και διοικητικές ρυθμίσεις το Σύλλογο διδασκόντων καθιστώντας τον «κατάλληλο όργανο» στη διαδικασία επιλογής διευθυντών προχώρησε στην κατάργησή του(!) και την επιστροφή στο παρελθόν.
Δυστυχώς, ζούμε ένα ακόμη πισωγύρισμα αυτής της κυβέρνησης.
Αλλά, -μέσα σε αυτή την πολιτική συγκυρία- εμείς, οι καθηγητές και οι δάσκαλοι, τι κάνουμε; Σκύβουμε το κεφάλι, νομοταγείς; Αφηνόμαστε άβουλοι, εκτελεστικά όργανα, στις παλινωδίες των «προϊσταμένων» μας και όχι ενεργοί, με βούληση και σκέψη πολίτες-εργαζόμενοι; Οι Σύλλογοι διδασκόντων θα δείξουν δύναμη και αξιοπρέπεια; Θα σεβαστούμε τον εαυτό μας και θα πούμε όχι σε αυτή την αλλοτριωτική διαδικασία, στην οποία μας καλούν να συμμετέχουμε.
Δε μπορεί να λέμε μόνο ναι! Να υποτασσόμαστε.
Δεν έχουμε δικαίωμα-απέναντι στο ρόλο μας ως δάσκαλοι, στους μαθητές μας, στα παιδιά μας, στον πολιτισμό μας –να κάνουμε την υποταγή μοίρα μας. Σημ. 1 Τον Ιούνιο του 2015 είχαμε γράψει άρθρο με τίτλο «Άνεμος Δημοκρατίας στα Δημόσια Σχολεία» κρίνοντας θετικά τον νόμο, αφού :
α .Παραμέριζε την ανυπόληπτη «συνέντευξη» και
β. Διεύρυνε τη Δημοκρατία σε ένα ευρύ κοινωνικό πεδίο.
Περιμέναμε να διορθωθούν οι όποιες στρεβλώσεις ή αβλεψίες του νόμου. Όμως σήμερα ήρθε η κατάργησή του και η επιστροφή της «συνέντευξης»Σημ. 2 Φυσικά η συγκεκριμένη προσέγγιση δεν δίνει συγχωροχάρτι σε κάθε απόφαση της Δικαστικής εξουσίας. Άλλωστε, έχουν –και ιστορικά –καταγραφεί αποφάσεις, που δεν τιμούν την Τρίτη Εξουσία της Δημοκρατίας μας.*Ο Σιέρρας Απόστολος είναι φιλόλογος στο Λυκείο Πλατυκάμπου